I chanced to push aside a branch, and by so
doing suddenly disclosed to my view a scene
which even now I can recall with all the vivid-
ness of the first impression. Had a glimpse of
the gardens of Paradise been revealed to me I
could scarcely have been more ravished with
the sight…
HERMAN MELVILLE Typee
Αηδιασμένοι, μπουχτισμένοι, μπερδεμένοι, σχεδόν πισθάγκωνα δεμένοι, από τα ψέματα και τις φενάκες της φοβερής ετούτης εποχής, τρεις-τέσσερεις φίλοι μου και εγώ, όλοι μας ναυτικοί εκ ναυτικών, όλοι μας θαλασσινοί εξ απαλών ονύχων, απόφασι πήραμε να φύγουμε.
Ψάχναμε λοιπόν στους χάρτες, ψάχναμε στους φαροδείκτες να βρούμε την πορεία μας, ποιους κάβους θ’ απαντήσουμε, πόσα και ποιά φανάρια και ποιά τα δύσκολα σημεία του πόντου, πριν ξεκινήσουμε για το ταξίδι μας, πριν ρίξουμε πέτρα πίσω μας, πριν βγούμε στ’ ανοιχτά, άπιστοι όλοι μας, μα όλοι για πίστι διψασμένοι – όσο μεσ’ στην καρδιά του θέρους για τ’ ουρανού τον όμβρο η πυρωμένη γη.
Βρισκόμαστε λοιπόν στο σπίτι μου, σε απόστασι μικρή απ’ το λιμάνι, και όλη την νύκτα ψάχναμε με την ψυχή στα χείλη, να μάθουμε εκ των προτέρων, με χάρτες, με διαβήτες, με φακούς ό,τι νομίζαμε απαραίτητο (ακούστε, ακούστε αν είναι δυνατόν!), τον πλήρη εκ των προτέρων προορισμό μας!
Ώρες πολλές επέρασαν και ακόμη ψάχναμε εναγωνίως πριν μπούμε στο καράβι μας (μια σκούνα είχαμε αρματώσει), πριν ξεκινήσουμε για το ταξίδι μας, προς τούτη ή εκείνη την ακτή, προς τούτο ή εκείνο το νησί, που όλοι στον Ειρηνικό το θέλαμε (ίσως γιατί πολύ υποφέραμε απ’ τους πολλούς πολέμους) και όπου ποθούσαμε να μας δεχτούν, μεσ’ στης ολόχρονης ισημερίας την μαγεία, του Ειρηνικού οι κόρες, του Ειρηνικού – ο Χέρμαν Μέλβιλ! – οι παραδείσιες θυγατέρες, οι εξαίσιες Φαγιαουαίη, ελπίζοντας να συναντήσουμε, όχι σαν φαλαινοθήραι, όχι σαν τον Αχάμπ εχθροί, μα τουναντίον, σαν φίλοι θερμοί και αληθινοί, την Άνασσα των ωκεανών με το υγρόν λοφείον, το άσπρο πλεούμενο σπερματικό βουνό (ω χαίρε, χαίρε Moby Dick!), την Άσπρη Φάλαινα ελπίζοντας να βρούμε την ρήγισσα των βαθέων βυθών και πάσης φωτεινής επιφανείας, την Άσπρη Φάλαινα, την Άσπρη αφρόεσσα Αφροδίτη (Χαίρε, ω Παφλάζουσα, χαίρε, ω, χαίρε Αναδυομένη!) όραμα θείον, Άνασσα Πρώτη, κόρη της απολύτου αθωότητος, της απολύτου ελευθερίας, της απολύτου ηδονής – κύτος, ω κύτος που μόνον εσύ, ως σήμερα, κρατάς ακόμη κάτι, απ’ την αυγή της Υδρογείου, απ’ τις αρχές της προϊστορίας, κάτι από την δύναμι την γνησιότητα και την απόλυτη αλληλεγγύη με την φύσι, κάτι από το μεγαλείον και τους τιτανικούς ρυθμούς της ανυπόκριτης εκείνης εποχής των βροντοσαύρων και τυραννοσαύρων.
Η επί του χάρτου εργασία μας εξηκολούθει. Ήτανε σαν να σκάβαμε κατάδικοι σε φυλακή μια σήραγγα διαφυγής προς την ελευθερία και όλον τον έξω κόσμο.
Κ’ ενώ με αυτά καταγινόμαστε εμείς οι εγκλωβισμένοι, οι φίλοι της θάλασσας και των μεγάλων ταξιδιών, λέγοντας και ξαναλέγοντας: «Απόψε πρέπει να τελειώνουμε… Απόψε… Επιτέλους!» ήρχετο, σαν αμοιβή των κόπων μας και σαν ενθάρρυνσις μαζί, ήρχετο μια πρόγευσις της περιπέτειάς μας και η φαντασία μας, ιέρεια πιστή του πόθου μας, μας πήγαινε μακριά, πέρα στις νότιες θάλασσες, σαν να φυσούσε πίσω μας ευνοϊκός ο απηλιώτης, φουσκώνοντας ακαταπαύστως τα πανιά μας, σαν φίλος μας και σύμμαχος μας.
Έτσι, πριν γίνη ακόμη βίωμα η περιπέτεια μας, έλαμπε το ταξίδι μας σαν μέγας KO-I-NOR, σαν μέγας πασίχαρος ωκεανός, μέσα σε φως θεσπέσιων. Κι ενώ σειρήνων και τριτώνων γέλια και των ερωτικών των παιχνιδιών οι οξείες κραυγές λαγνείας μεσ’ στις ψυχές μας αντηχούσαν, φλωγίζοντάς μας όπως φλογίζουν πάντοτε τα πράγματα της ηδονής, (ω σεις θαλάσσιες ανεμώνες και σφύζοντες του κύματος αφροβριθείς νυμφίοι λωτοί!) μεσ’ στην καθολική εκείνη γοητεία που συναντά κανείς στων τροπικών τους παραδείσους, σκυμμένοι επάνω στο τραπέζι μας, ψάχναμε εμείς πυρέσσοντες μεσ’ στους καπνούς και τα τσιγάρα, στους χάρτες ψάχναμε ακόμη σαν δαίμονες ιδεοληπτικοί, ο ένας λέγοντας στον άλλο κάθε τόσο: «Απ’ εδώ έως εκεί τα μίλια είναι χίλια… Οι άνεμοι της εποχής αρχίζουν στον τόπο αυτόν τον τάδε μήνα… Μπορούμε προμήθειες να βρούμε σε εκείνο ή τούτο το νησί…» και άλλα τέτοια λέγοντας κοινά και τετριμμένα, την προκαταρκτική μας εργασία συνεχίζαμε.
Ίσως να ψάχναμε επί μακρόν ακόμη, όμως η νύχτα τέλειωνε και όλοι ανάγκην είχαμε αέρος καθαρού. Εν τέλει λοιπόν εφώναξα:
«Ανοίξτε το παράθυρο να αναπνεύσουμε λιγάκι».
Απ’ την στιγμήν εκείνη τα πάντα εξειλίχθηκαν ραγδαίως. Όλοι συμφώνησαν και κάποιος από μας προς το παράθυρο ετράπη, και, ανοίγοντας τα εξώφυλλα, άφησε μια φωνή:
«Για ‘δέστε εκεί! Είναι σαν θαύμα! Έτσι θα είναι πάντα στης Νουκουχήβα το νησί!»
Αναπνέοντας βαθιά την θαλασσία αύρα, όλοι μας τρέξαμε στο παράθυρο.
Απέναντί μας, πίσω απ’ το βουνό, ο ήλιος ανέτελλε, εν μεγαλείω και δόξη.
Αναπνέοντας πάντοτε βαθιά όλοι, κοιτάζαμε έκθαμβοι το θαύμα, που κάθε πρωί ανανεώνεται και ανανεώνει, και ξαφνικά, στην ορθρινή γαλήνη, μια κραυγή σπαρακτική ηκούσθη. Εις εξ ημών εκραύγαζε έξαλλος κοιτάζοντας τον ήλιο:
«La gioia e sempre in altra riva!… La gioia e sempre in altra riva!».
Υπήρχε απόγνωσις εις την κραυγήν αυτήν, και όλοι μας κοιταχτήκαμε με άγχος, ενώ μέσα στην κάμαρα πάλι απλώθηκε σιγή, σιγή βαθειά σαν μια ρουφήχτρα δίνη.
Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Να πούμε ναι; Να πούμε όχι, ή να τηρήσουμε μια φρόνιμη σιωπή;
Όμως, σχεδόν αμέσως η σιγή διεσκορπίσθη και την διέκοψα εγώ. Ένα μεγάλο φως μεσ’ στην ψυχή μου εχύθη και τέλος εφώναξα αγαλλιών:
«Όχι! Όχι! Δεν βρίσκεται η χαρά στην άλλη όχθη μόνον! Είναι εδώ, μεσ’ στις ψυχές μας, μέσα σε τούτες τις καρδιές, είναι παντού για όσους μπορούν να σπάσουν τα δεσμά των, αφού και μέσα μας ο ήλιος ανατέλλει και δείχνει την πορεία μας παντού όπου πηγαίνει, φως εκ φωτός αυτός, πυρσός λαμπρός του υπερτάτου φαροδείκτου, που όλοι τον παραλείπουν οι άλλοι, του φαροδείκτου, σύντροφοι, που είναι ο ουρανός!»
Έτσι ελάλησα και κάθε αμφιταλάντευσις απέπτη απ’ τις ψυχές μας. Η αγαλλίασίς μου στους άλλους μετεδόθη, και, όλοι, κοιτάζοντας τον ήλιο, πετάξαμε τα σύνεργα της πλοιαρχίας – χάρτες, διαβήτες, εξάντας και φακούς – και αρπάζοντας τους σκούφους μας, εμείς, οι ναυτικοί εκ ναυτικών, τρέξαμε στο καράβι μας (το λέγαν “Άγιος Σώζων”) και όλοι, φλεγόμενοι από την νέα μας πίστη, χωρίς πλέον να ψάχνουμε το “πού” και “πώς”, τα παλαμάρια λύσαμε και υψώνοντας τα πανιά μας, αδίσταχτα σαλπάραμε με μια κραυγή:
«Κύριε των δυνάμεων μεθ’ ημών γενού».
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ