Συμπεράσματα – Ευθύνες
Γράφει ο Στέργιος Πουρνάρας, φιλολόγος – μουσικός
Πρόεδρος Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών ΠΕ Γρεβενών
Στο δέκατο και τελευταίο άρθρο για τη Μικρασιατική Καταστροφή θα προσπαθήσουμε να
εξαγάγουμε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα και να αναζητήσουμε τις ευθύνες που αντιστοιχούν σε
όλους τους εμπλεκόμενους, αλλά κυρίως στους χειρισμούς των πολιτικών μας και όλων των Ελλήνων
για την εθνική τραγωδία. Από την πρώτη κιόλας στιγμή της λήξης του μικρασιατικού πολέμου οι
ιστορικοί προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τη φύση και τον χαρακτήρα του και να αποδώσουν τις
ευθύνες εκεί που αναλογούν. Έχουν διατυπωθεί πολλές αιτιάσεις, πολλές φορές επηρεασμένες από
την πολιτική ιδεολογία του καθενός και την πολιτική αντιδικία, οι οποίες ήταν συναίτια για την
έκβαση και τα αποτελέσματά του. Πολλές φορές όμως μας διαφεύγει το βασικό και αναγκαίο αίτιο
που ήταν η αναδιανομή των συμφερόντων των μεγάλων Δυνάμεων της εποχής.
Το πρώτο συμπέρασμα που εξάγεται αβίαστα από τα προηγούμενα άρθρα και από τις
συνθήκες που υπογράφτηκαν (Συνθήκη Σεβρών, Συνθήκη Λωζάννης) είναι ότι ο πόλεμος δεν ήταν
κυρίως ή μόνον ελληνοτουρκικός, αλλά κατά κύριο λόγο ήταν πόλεμος των Δυνάμεων για τη
διασφάλιση των συμφερόντων τους, όχι μόνο στη Μικρασία αλλά και στην Εγγύς και στη Μέση
Ανατολή. Ήταν λιγότερο στρατιωτική αναμέτρηση και περισσότερο οικονομική επιχείρηση και
διπλωματική μάχη. Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι ο μικρασιατικός πόλεμος ήταν αναγκαίος και
αναπόφευκτα ενεπλάκησαν σε αυτόν, για εθνικούς λόγους, η Ελλάδα και η Τουρκία, οι οποίες τελικά
βγήκαν ζημιωμένες από αυτή την αναμέτρηση και άμεσα και έμμεσα και απώτερα. Άμεσα, γιατί και
οι δύο χώρες υπέστησαν πολλές υλικές φθορές, βίαιο ξερίζωμα χιλιάδων ανθρώπων από τις
πατρογονικές εστίες τους και απώλεια μυριάδων ανθρώπινων ζωών. Έμμεσα, γιατί οι πραγματικά
ωφελημένοι ήταν οι ξένοι, εχθροί και φίλοι, οι οποίοι καρπώθηκαν το έδαφος, το υπέδαφος και
διατήρησαν τον οικονομικό έλεγχο και στις δύο χώρες. Απώτερα τέλος, γιατί έβλαψε την οικονομική
ζωή ανάμεσα στις δύο πλευρές του Αιγαίου στο οποίο υπήρχε ενότητα για τρεις και πλέον χιλιετίες
και δημιούργησε εχθρικό κλίμα, όπως διαπιστώνεται και σήμερα.
Το ερώτημα που προκύπτει όμως και για το οποίο υπάρχουν πολλές απαντήσεις είναι: ήταν
αναπόφευκτη η τραγωδία και ποιος φταίει για αυτήν; Διατυπώθηκαν λοιπόν κατά καιρούς διάφορες
αιτιάσεις τις οποίες θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε σύντομα.
1) Φταίει ο Βενιζέλος που ανέλαβε ένα τόσο τολμηρό εγχείρημα. Ο Βενιζέλος όμως, όπως κάθε
πολιτικός, έκανε την επιλογή του με βάση την ιδεολογία του – ήταν εκφραστής της αστικής
ιδεολογίας και του μικρασιατικού ελληνισμού και πίστευε ότι είναι απαραίτητη η οικονομική
ενότητα στο Αιγαίο για την ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας του – και θεωρώντας ότι ήταν η
κατάλληλη συγκυρία, καθώς η Ελλάδα βρέθηκε με το μέρος των νικητών, προσπάθησε να
διεκδικήσει τα εθνικά δίκαια. Εξίσου αβάσιμη ήταν και η άλλη κατηγορία, ότι δηλαδή έκανε
σκόπιμα τις εκλογές για να τις χάσει και να απεμπλακεί από το μέτωπο, γιατί τήρησε την
υπόσχεσή του σε μια στιγμή διπλωματικού θριάμβου. Αν βέβαια γνώριζε το αποτέλεσμα, σίγουρα
δεν θα τις έκανε, όπως ο ίδιος ομολόγησε αργότερα.
2) Φταίνε οι αντίπαλοι του Βενιζέλου, γιατί συνέχισαν τον πόλεμο, ενώ προεκλογικά είχαν
υποσχεθεί ειρήνη, έφεραν πίσω τον βασιλιά Κωνσταντίνο και έδωσαν το πρόσχημα στις
ευρωπαϊκές Δυνάμεις να εγκαταλείψουν την χώρα μας διπλωματικά και οικονομικά, έκαναν
προέλαση και διεύρυναν πολύ το μέτωπο, χωρίς να υπάρχει σχέδιο οπισθοχώρησης και δεν
εκπόνησαν σχέδιο για μια έντιμη απαγκίστρωση παρά τις προειδοποιήσεις των Συμμάχων.
Σίγουρα αυτές οι κατηγορίες δεν είναι αβάσιμες, αλλά η τραγωδία δεν φαίνεται να οφείλεται
μόνο σε ενέργειες ή παραλείψεις των κυβερνήσεων 1921-1922, γιατί και οι Σύμμαχοι θα
μπορούσαν να παρέμβουν και δεν το έκαναν.
3) Φταίνε οι δυτικοί Σύμμαχοι. Όσο και αν φαίνεται κυνικό, οι Σύμμαχοι ανέκαθεν και πάντα
κοιτάζουν τα συμφέροντα τους και, όταν συμβαδίζουν, βοηθούν τις μικρές χώρες, όπως έγινε με
τους Βαλκανικούς πολέμους. Διαφορετικά, αν χρειαστεί, αλλάζουν τη θέση τους και τη
διπλωματία τους, όπως έγινε και στον μικρασιατικό πόλεμο. Άρα πρέπει να επιστρέψουμε στις
ευθύνες των πολιτικών μας και όλων των Ελλήνων.
4) Φταίνε οι Μπολσεβίκοι που ενίσχυσαν και βοήθησαν τον Κεμάλ και συνέβαλαν στην αλλαγή
της ευρωπαϊκής διπλωματίας. Να μην ξεχνάμε όμως ότι ο ελληνικός στρατός εκστράτευσε
εναντίον τους στην Ουκρανία στο πλευρό των Ευρωπαίων το 1919.
5) Φταίνε οι Έλληνες κομμουνιστές που ήταν αντίθετοι με τη εκστρατεία και καλλιέργησαν κλίμα
ηττοπάθειας και φυγής στο μέτωπο. Όμως και αυτοί από τη μεριά τους έχουν δίκιο, γιατί
θεώρησαν τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό και τάχθηκαν από την αρχή εναντίον της συμμετοχής της
χώρας μας.
Επομένως, ανακεφαλαιώνοντας μπορούμε να παραδεχτούμε ότι η κρίση αυτή ήταν αναγκαία
και ότι όλες οι πλευρές που ενεπλάκησαν έχουν το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί. Ο Κεμάλ,
ενώ βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο, μπόρεσε με την πολιτική της ενεργητικής ουδετεροφιλίας να
δικαιώσει εν μέρει την Τουρκία και να ιδρύσει το σύγχρονο εθνικό τουρκικό κράτος. Η Ελλάδα
αντίθετα, ενώ βρέθηκε σε πολύ ευνοϊκή θέση, τελικά φάνηκε ότι στήριξε τα συμφέροντα των
Συμμάχων οι οποίοι ξεφλούδιζαν την «ανατολική αγκινάρα», όπως πολύ εύστοχα έχει
ειπωθεί, και την άφησαν μόνη στην εθνική τραγωδία. Φαίνεται για μια ακόμη φορά ότι η χώρα
μας είναι θύμα της γεωγραφικής της θέσης, της κρίσης της αποικιοκρατίας και της πολιτικής που
ακολουθήθηκε από όλους. Η κρίση ήταν αναγκαία, αλλά η καταστροφή ή κάποια άλλη έκβαση ήταν
αποτέλεσμα λανθασμένων χειρισμών. Η ευθύνη βαραίνει όλο τον Ελληνισμό, και τους πολιτικούς
εκείνης της εποχής που δεν κατόρθωσαν να είναι ενωμένοι και να πάρουν τις σωστές αποφάσεις
στις κρίσιμες στιγμές. Γι’ αυτό σε μια μελλοντική κρίση – και δυστυχώς σήμερα η παγκόσμια
ισορροπία έχει διασαλευτεί και στο Ανατολικό Αιγαίο υπάρχει ένταση – επιβάλλεται όλος ο
Ελληνισμός να είναι ενωμένος, να ορθώσει ένα αρραγές μέτωπο για την υπεράσπιση των εθνικών
δικαίων, να αποφύγει τον εθνικό διχασμό που στις μεγάλες κρίσεις έχει βλάψει ανεπανόρθωτα την
πατρίδα μας (1821,1922,1944) και να αγωνιστεί για την ειρήνη και τη δημοκρατία και το
διεθνές δίκαιο.
Πηγές:
ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ, Β’ ΤΕΥΧΟΣ Γ’
ΛΥΚΕΙΟΥ, δέσμη γ’, δέσμη δ’, Γ. Κοντογεώργη – Φ. Βώρου, ΟΕΔΒ 1984 ΑΘΗΝΑ, σελ. 281-
288
ΙΣΤΟΡΙΑ ΝΕΟΤΕΡΗ – ΣΥΓΧΡΟΝΗ, ΕΛΛΗΝΙΚΗ – ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ, Γ’
Γυμνασίου Βασίλης Κρεμμμυδάς, 1990 ΑΘΗΝΑ, σελ. 309-314
Ιστορία νεότερη και σύγχρονη, τεύχος Γ’, Γ΄ Λυκείου, Β. Σκουλάτου – Ν. Δημακόπουλου – Σ.
Κόνδη, ΟΕΔΒ 1993 ΑΘΗΝΑ, σελ. 98-101
Ιστορία του νεότερου και του σύγχρονου κόσμου (1815 – έως σήμερα), Γ’ ΓΕΝΙΚΟΥ
ΛΥΚΕΙΟΥ, ΝΙΚΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε. ΑΘΗΝΑ 2021 Σελ.. 75 – 93
Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας, Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ, Θεωρητική Κατεύθυνση, ARIAGRAF & ΣΙΑ
Ε.Ε. 2012, ΑΘΗΝΑ, σελ. 163 -169
ΕΤΣΙ ΧΑΣΑΜΕ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑ, ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ, ΦΑΝΗ Ν. ΚΛΕΑΝΘΗ,
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ» Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑ Α.Ε., ΑΘΗΝΑ, 1983
ΙΕΕ, ΝΕΩΤΕΡΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΟ 1913 ΩΣ ΤΟ 1941, ΤΟΜΟΣ ΙΕ’, ΕΚΔΟΤΙΚΗ
ΑΘΗΝΩΝ Α.Ε., ΒΡΑΒΕΙΟ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ 1980, σελ. 8 – 270
ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ