3.6 C
Grevená
Κυριακή, 24 Νοεμβρίου, 2024

Πρέπει να διαβάσετε

myGrevena
myGrevena
Δεν είμαστε “φορείς ” της Τέταρτης Εξουσίας. Ο ρόλος μιας εφημερίδας είναι να αφουγκράζεται τους πόνους και τις χαρές ενός τόπου και των ανθρώπων του και αυτούς να διακονεί, να υπηρετεί τις ανάγκες τους, όχι να εξουσιάζει.

Νίκος Σαραντάκος: Η ανακάλυψη της «Νοσταλγίας του Γιάννη»

Στα τέλη Απριλίου ήμουν καλεσμένος της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών σε μια από τις  «Παπαδιαμαντικές  βραδιές της». Μίλησα για το πώς είχα την τύχη να ανακαλύψω το ανεύρετο έως το 2012 διήγημα «Η νοσταλγία του Γιάννη», του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που το παρουσίασα εδώ στο ιστολόγιο πρώτα και ύστερα, το 2014, το εξέδωσα σε βιβλίο από τις  εκδόσεις Ερατώ. Η εκδήλωση, πρέπει να πω, έγινε διαδικτυακά. Σε σχόλιά σας εδώ με προτρέψατε να  δημοσιεύσω την ομιλία στο ιστολόγιο, και αυτό κάνω σήμερα. Να πω ότι η όλη συζήτηση έχει καταγραφεί (να  το πούμε «μαγνητοσκοπηθεί»; αλλά είναι σε ψηφιακό μέσο) και το βίντεο κάποια στιγμή θα ανέβει στον ιστότοπο της ΕΠΣ, και τότε θα το προσθέσω κι εγώ στο ιστολόγιο, αλλά προς το παρόν θα αρκεστούμε στη γραπτή ομιλία.

Με μια διαφορά. Από τη  συζήτηση  προέκυψε ότι είχα ένα  λαθάκι στις χρονολογίες της εφημερίδας Αλήθεια, οπότε εδώ διορθώνω την εισήγησή μου, και την παρουσιάζω όπως θα την είχα δώσει αν ήξερα εξαρχής αυτό το στοιχείο.

Τέλος, αν σας γεννηθεί απορία να διαβάσετε το διήγημα, θα το βρείτε ή στο παραπάνω λινκ ή σε μεταγενέστερη δημοσίευση.

Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ

Καλησπέρα σας, σας ευχαριστώ που συνδεθήκατε απόψε εδώ, ευχαριστώ και την Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών που μου έκανε την τόσο τιμητική πρόσκληση να σας μιλήσω, και ιδίως τον καθηγητή Λάμπρο Βαρελά που ανάλαβε όλα τα διαδικαστικά. Κι αν οι διαδικτυακές συζητήσεις μέσω Ζουμ μας θυμίζουν τις ζοφερές μέρες του εγκλεισμού και της πανδημίας, στην περίπτωσή μας η διαδικτυακή επικοινωνία βοηθάει να γεφυρωθούν οι αποστάσεις -διότι πρέπει να πω ότι σας μιλάω από το Λουξεμβούργο, όπου εργάζομαι ως μεταφραστής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Δεν θα έλεγα ότι είμαι «παπαδιαμαντιστής» ή ειδικός στον Παπαδιαμάντη παρόλο που βέβαια αγαπώ πολύ το έργο του, που το έχω συνδέσει με ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές της παιδικής μου ηλικίας, όταν, στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, μετά το φαγητό, ο παππούς μου έπαιρνε έναν τόμο από τη μαυροντυμένη έκδοση του Βαλέτα και διάβαζε κάποιο διήγημά του, από τα εύκολα, ας πούμε την Υπηρέτρα. Μεγαλώνοντας διάβασα όλο το έργο του Ππδ και μάλιστα έχω αποδελτιώσει τις παροιμιακές και ιδιωματικές εκφράσεις που εμφανίζονται στα διηγήματά του, μια εργασία που έγινε με την παρότρυνση του καθ. Μιχάλη Μερακλή πριν από πολλά χρόνια και που το μόνο πρακτικό της αποτέλεσμα ήταν ένα μικρό άρθρο στη Νέα Εστία («Ο Ππδ ως πρωτογενής μαρτυρία»).

Τα τελευταία 14 χρόνια έχω το ιστολόγιο Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία, www.sarantakos.com, στο οποίο δημοσιεύω συχνά διηγήματα του Ππδ αλλά και γλωσσικά άρθρα στα οποία κάποτε εμφανίζονται λέξεις του Παπαδιαμάντη.

Επίσης, έχω την ιδιοτροπία να μαζεύω και να αναδιφώ παλιά έντυπα, εφημερίδες και περιοδικά, είμαι αρχειοδίφης ή αρχειοπόντικας. Η συλλογή μου είναι κυρίως ηλεκτρονική και όχι υλική όπως του φίλου μου του Γιώργου Ζεβελάκη, κάτι που βολεύει όταν μοιράζεις τη ζωή σου σε δύο χώρες. Μεγάλη μου χαρά είναι όταν ανακαλύπτω, σε αυτά τα παλιά έντυπα, κάποιο λογοτέχνημα, ποίημα ή διήγημα, που δεν έχει καταγραφεί, που είναι αθησαύριστο και άγνωστο στο κοινό -και το διαμάντι του στέμματος ανάμεσα στα ευρήματά μου είναι βέβαια το διήγημα του Ππδ για το οποίο θα σας μιλήσω σήμερα.

Το καλό της ηλεκτρονικής συλλογής είναι ότι μπορείς πολύ εύκολα να τη μοιράζεσαι με άλλους που έχουν το ίδιο πάθος, την ίδια πετριά αν προτιμάτε. Έτσι, μια μέρα του 2012 ο Γιώργος Μιχαηλίδης, μεταπτυχιακός φοιτητής με τον οποίο είχα γνωριμία, μου χάρισε ένα στικάκι με διάφορα λογοτεχνικά και φιλολογικά περιοδικά, που είχε φωτογραφήσει από διάφορες βιβλιοθήκες, ανάμεσά τους και πολλά τεύχη (όχι όμως πλήρες σώμα) του περιοδικού Οικογένεια των ετών 1927-1931.

Η Οικογένεια ήταν λαϊκό εβδομαδιαίο περιοδικό που άρχισε να εκδίδεται το 1926. Την έβγαζε ο Κώστας Θεοδωρόπουλος, που επίσης εξέδιδε το γνωστότερο Μπουκέτο. Γύρω στο 1935 τα δυο περιοδικά συγχωνεύθηκαν σε ενιαίο έντυπο με τον τίτλο Μπουκέτο, αλλά είχε περάσει πια η χρυσή εποχή τους, όταν περισσότερο με το Μπουκέτο και κάπως λιγότερο με την Οικογένεια συνεργάζονταν τα πρώτα συγγραφικά ονόματα της εποχής. Η Οικογένεια ήταν λαϊκότερη και αισθηματικότερη, αλλά είχε κι αυτή κατά περιόδους αξιόλογη ύλη. Μάλιστα, το 1931 η Οικογένεια καθιέρωσε και ταχτική εβδομαδιαία φιλολογική σελίδα (που την υπέγραφε ο Γιώργος Κοτζιούλας με το ψευδώνυμο Σημ, Χαμ και Ιάφεθ), κάτι που ποτέ δεν αξιώθηκε ν’ αποκτήσει το ποιοτικότερο Μπουκέτο. Πλήρες σώμα του περιοδικού δεν έχω εντοπίσει σε καμιά βιβλιοθήκη· αν βρεθεί, μπορεί να έρθουν κάμποσα διαμάντια στο φως.

Με ενδιέφερε η Οικογένεια, επειδή εκείνον τον καιρό αναζητούσα αθησαύριστες δημοσιεύσεις του Ναπ. Λαπαθιώτη. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης δεν έχει πολλά κοινά με τον Παπαδιαμάντη, αλλά πάντως τον αγαπούσε, και έγραψε στον θάνατό του ένα μικρό εξάστιχο ποίημα, που αξίζει να το διαβάσουμε

Απόκοσμο αγριολούλουδον απά στο ρημοκλήσι,
όπου μακριά από τη ζωή -τη Ζωή βαθιοκοιτούσε
και τ’ Όνειρον αγνάντευε, στου λιβανιού τα θάμπη
Ολόφωτο να λάμπει
Και τα ματόφυλλα στο φως του Γήλιου τα ‘χε κλείσει.
(Απόκοσμο Αγριολούλουδον απά σε ρημοκλήσι)

ενώ έχει επίσης γράψει ένα διήγημα «εις ύφος Παπαδιαμάντη», Ο καπετάν Φουρτούνας ο Λαμπής.

Και όσον αφορά τον Λαπαθιώτη, τα ευρήματά μου σε εκείνα τα τεύχη της Οικογένειας ήταν μάλλον ισχνά. Ωστόσο, καθώς φυλλομετρούσα τα παλιά τεύχη (ίσως μου πείτε πως είναι άστοχη η επιλογή του ρήματος, αφού δεν άγγιζα σελίδες) έβλεπα διάφορα άλλα ενδιαφέροντα, που τα σημείωνα με το μολυβάκι μου σ’ ένα χαρτί.

[Να κάνω μια παρένθεση. Παρά την ασύλληπτη πρόοδο της τεχνολογίας, η αναδίφηση παλιών περιοδικών και εφημερίδων γίνεται ακόμα, αναγκαστικά, με τον παλιό τρόπο, δηλαδή φυλλομετρώντας μία προς μία τις σελίδες, που βέβαια στις παλιές εφημερίδες είναι πολύ μεγαλύτερες και πυκνότερες από τις σημερινές, ενώ οι μηχανές αναζήτησης, με λίγες εξαιρέσεις, είναι μάλλον αναξιόπιστες. Αν αναζητήσετε στα σώματα του Σκριπ και του Εμπρός, που υπάρχουν στην Εθνική Βιβλιοθήκη, το όνομα Παπαδιαμάντης θα πάρετε δεκάδες αποτελέσματα, που όμως τα περισσότερα αφορούν τον Παπαδιαμαντόπουλο, που ήταν τότε στρατιωτικός στην υπηρεσία του Βασιλέως κι έτσι το όνομά του εμφανιζόταν συνεχώς στις εφημερίδες! Οπότε, στις περισσότερες περιπτώσεις, η αναζήτηση γίνεται αλά παλαιά]

Τότε είδα και το διήγημα «Η νοσταλγία του Γιάννη», του Παπαδιαμάντη -αυτό που βλέπετε. Στην αρχή δεν έδωσα μεγάλη σημασία, διότι νόμιζα πως είναι γνωστό και καταγραμμένο -το μπέρδευα, ομολογώ, με ένα άλλο διήγημα που έχει Γιάννη στον τίτλο του, το «Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη».

Αλλά ύστερα από λίγο επέστρεψα στο τεύχος εκείνο, διάβασα την αρχή του διηγήματος που δεν μου έλεγε τίποτε, κατέβασα από τη βιβλιοθήκη τον πέμπτο τόμο των Απάντων του Παπαδιαμάντη, διέτρεξα τον κατάλογο και, με τον σφυγμό να χτυπάει ολοένα και πιο δυνατά, συνειδητοποίησα ότι έχω στα χέρια μου ένα αθησαύριστο, άγνωστο διήγημα του Παπαδιαμάντη!

 

Δεν ήταν η πρώτη φορά που βρίσκω αθησαύριστο έργο. Καθώς έχω την πετριά να σκαλίζω παλιά έντυπα, έχω κατά καιρούς εντοπίσει και δημοσιεύσει αθησαύριστα κείμενα αγαπημένων μου συγγραφέων, του Λαπαθιώτη ή του Βάρναλη, του Κοτζιούλα ή του Φιλύρα, αλλά με τον Παπαδιαμάντη το πράγμα διαφέρει, αφού τόσες δεκαετίες ένα μόνο άγνωστο παπαδιαμαντικό διήγημα είχε έρθει στην επιφάνεια.

Πράγματι, γράφοντας, τον Μάρτιο του 2009, για την ανακάλυψη του έως τότε αθησαύριστου και άγνωστου παπαδιαμαντικού διηγήματος «Το γιαλόξυλο», που το έφερε στο φως ο καθηγητής Βασίλειος Τωμαδάκης το 2007 και αρχικά είχε δημοσιευτεί στο χριστουγεννιάτικο φύλλο της εφημ. Πατρίς το 1905, ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος αναφέρει: «Χρόνια το περιμέναμε! … Διήγημα … δημοσιευμένο όσο ακόμη ζούσε ο Παπαδιαμάντης δεν είχαμε αξιωθεί να δούμε ύστερα απ’ τη στερνή καταγραφή του Γ.Κ.Κατσίμπαλη (1938)». Και κλείνει με την ευχή: «Άμποτε την πρωτοχρονιά του 2011 το κύμα να ξέβραζε και άλλο ποντισμένο διήγημα».

Όχι το 2011, αλλά ένα-δυο χρόνια αργότερα, η ευχή εκπληρώθηκε με τη «Νοσταλγία του Γιάννη», ένα ακόμα αθησαύριστο διήγημα, που έρχεται να προστεθεί ως 172ο στο σώμα των διηγημάτων του μεγάλου Σκιαθίτη.

Σχεδόν αμέσως όμως άρχισε να με τριβελίζει το σκουλήκι της ανησυχίας -μήπως δεν είναι γνήσιο το εύρημά μου; Μήπως είναι ψευδεπίγραφο; Κάποιες πρώτες έρευνες που έκανα στο λεξιλόγιο και στα ονόματα των ηρώων με καθησύχασαν, οπότε δημοσίευσα το διήγημα στο ιστολόγιό μου «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία» τον Ιούλιο του 2012. Ταυτόχρονα έθεσα το κείμενο υπόψη του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου και της Λαμπρινής Τριανταφυλλοπούλου, οι οποίοι και γνωμάτευσαν υπέρ της γνησιότητάς του και μου έδωσαν αρκετές πληροφορίες, που τις χρησιμοποιώ και στη σημερινή ομιλία, για τις οποίες και τους ευχαριστώ. Αρχική σκέψη ήταν να δημοσιευτεί το διήγημα στα Παπαδιαμαντικά Τετράδια, όμως η έκδοση νέου τεύχους δεν έγινε δυνατή, οπότε το εξέδωσα σε ένα μικρό τομίδιο, αυτό εδώ, τον Οκτώβριο του 2014 από τις εκδόσεις Ερατώ -φυσικά με άφθονα σχόλια και άλλο υλικό, αφού το διήγημα είναι μικρό, μόλις 1270 λέξεις.  Στο θέμα του αριθμού των λέξεων θα επανέλθω.

Βέβαια, η δημοσίευση στην Οικογένεια το 1928 (και συγκεκριμένα στο τεύχος 17(83) της 15.4.1928, που κυκλοφόρησε ανήμερα του Πάσχα) δεν ήταν η πρώτη δημοσίευση. Ούτε το διήγημα ήταν άγνωστο, με την έννοια που ήταν άγνωστο το Γιαλόξυλο· ακριβέστερο θα ήταν να το χαρακτηρίζαμε ανεύρετο, γιατί την ύπαρξή του τη γνωρίζαμε.

Τη γνωρίζαμε, διότι στο σημείωμά του στον 4ο τόμο των Απάντων του Παπαδιαμάντη (σελ. 637-8), ο Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος αναφέρει τέσσερα παπαδιαμαντικά διηγήματα που παρέμεναν ανεύρετα ενώ είναι γνωστή από άλλες πηγές η ύπαρξή τους. Ένα από αυτά είναι και η «Νοσταλγία του Γιάννη», που ξέρουμε ότι δημοσιεύτηκε στις 25 και 26 Απριλίου 1906 στην εφημ. Αλήθεια.

Αυτή την πληροφορία την έχουμε αντλήσει από άρθρο του Κίμωνα Μιχαηλίδη από τη Μυτιλήνη στο περιοδικό Νέα Γράμματα, ήδη από το 1938, όπου σε υποσημείωση αναφέρεται ότι ο Αντώνης Μουσούρης, φίλος του γράφοντος και παλιός θαυμαστής του Ππδ, του ανακοίνωσε επτά αβιβλιογράφητα ή όχι επαρκώς βιβλιογραφημένα δημοσιεύματα του Ππδ, ανάμεσά τους και δύο άγνωστα διηγήματα: τους «Ανέορτους» δημοσιευμένους στην Ακρόπολι στις 25.12.1895 και τη «Νοσταλγία του Γιάννη», δημοσιευμένη στην εφημερίδα «Αλήθεια» στις 25 και 26 Απριλίου 1906.

Την πληροφορία αυτή τη γνωρίζουμε λοιπόν από το 1938, αλλά ως τώρα δεν έχει βρεθεί πλήρες σώμα της εφημερίδας αυτής. Στη Βιβλιοθήκη της Βουλής υπάρχουν φύλλα της μόνο από τις 25 Δεκεμβρίου 1906, όταν πια είχε μετεξελιχθεί σε εβδομαδιαίο έντυπο -και πράγματι, στα τέλη του 1906 και τις αρχές του 1907 στα σωζόμενα φύλλα της Αλήθειας υπάρχουν 4 διηγήματα και δύο άλλα άρθρα του Ππδ, ένα από τα οποία είναι το σημαντικό και εκτενές Γλώσσα και κοινωνία. Κι έτσι, αφού η Αλήθεια ήταν τόσο δυσεύρετη, η Νοσταλγία του Γιάννη έμενε ανεύρετη -αλλά τη βρήκαμε χάρη στην αναδημοσίευση στην Οικογένεια.

Η δημοσίευση της «Νοσταλγίας» στην Οικογένεια δεν παραξενεύει. Στο Μπουκέτο, το αδελφό περιοδικό, είχαν δημοσιευτεί αρκετά αθησαύριστα (με την έννοια των έως τότε ανέκδοτων σε βιβλίο) διηγήματα του Παπαδιαμάντη, αν και με κάποιες, συχνά σοβαρές, επεμβάσεις από τον επιμελητή του περιοδικού. Ή έτσι ή αλλιώς πάντως, τα έντυπα του Θεοδωρόπουλου έδειχναν ενδιαφέρον για τη ζωή και το έργο του Παπαδιαμάντη. Για παράδειγμα, στο Μπουκέτο πρωτοδημοσιεύτηκε, τα Χριστούγεννα του 1930, το πεζογράφημα «Ένα γεύμα την παραμονή των Χριστουγέννων» του Μιλτιάδη Μαλακάση, με αναμνήσεις για τον Παπαδιαμάντη, που στάθηκε αφορμή για βιαιότατη αντιδικία ανάμεσα σε Μαλακάση και Βλαχογιάννη από τις στήλες του περιοδικού.

Μάλιστα, σε προηγούμενο τεύχος της Οικογένειας, δυο μήνες πριν από τη δημοσίευση της Νοσταλγίας, είχε δημοσιευτεί το  διήγημα του Παπαδιαμάντη «Οι δυο δράκοι», που τότε ήταν επίσης ανέκδοτο σε βιβλίο. Από την αντιπαραβολή με την πρώτη δημοσίευσή του βλέπουμε ότι η μεταφορά είναι πιστή έξω από ένα-δυο λαθάκια.

Επίσης, η Οικογένεια την ίδια εποχή δημοσίευε, σε συνέχειες, το μυθιστόρημα «Ο Μαξιώτης» του Χολ Κέιν στη μετάφραση του Παπαδιαμάντη, αν και έντονα διασκευασμένη, με τον ελαφρώς δακρύβρεκτο τίτλο «Το δράμα μιας καρδιάς» και χωρίς αναφορά του ονόματος του μεταφραστή. Κατά σύμπτωση, η Νοσταλγία δημοσιεύτηκε σε αντικριστή σελίδα με τη διασκευασμένη μετάφραση του Μαξιώτη, όπως βλέπετε.

Όλα αυτά τα λέω για να τεκμηριώσω την υπόθεση ότι οι εκδότες του περιοδικού είχαν πρόσβαση σε πρωτογενείς πηγές του παπαδιαμαντικού έργου, παλιά έντυπα και εφημερίδες· άλλωστε, αγόραζαν «παλιά χαρτιά» και στα περιοδικά τους δημοσίευαν σχετικές αγγελίες. Η εικασία μου είναι ότι τη «Νοσταλγία» την δημοσίευσαν από το κείμενο της πρώτης δημοσίευσης στην Αλήθεια, και όχι από χειρόγραφο.

Η «Νοσταλγία του Γιάννη» δημοσιεύτηκε και άλλη μια φορά, μέσα στην Κατοχή, στο Μπουκέτο (φύλλο 32 της νέας περιόδου, 10.4.1942, και πάλι ανήμερα του Πάσχα), δημοσίευση που και αυτή δεν φαίνεται να έχει καταγραφεί κάπου. Παρόλο που οι προηγούμενες παπαδιαμαντικές δημοσιεύσεις στο Μπουκέτο έχουν αποδελτιωθεί, τούτη εδώ έχει ως σήμερα ξεφύγει από την προσοχή, ίσως επειδή το κατοχικό Μπουκέτο θεωρήθηκε υποδεέστερο, ίσως επειδή δεν έχει πουθενά σωθεί πλήρες σώμα του. Βέβαια, ο Δημήτρης Χανός, στο έργο του για τα λαϊκά περιοδικά έχει αποδελτιώσει και το κατοχικό Μπουκέτο αλλά όχι συστηματικά κι έτσι δεν αναφέρει τη συγκεκριμένη δημοσίευση.  Αυτή η δεύτερη δημοσίευση παρουσιάζει λιγοστές διαφορές με την πρώτη, κυρίως στην ορθογραφία όπου οι υποτακτικές γράφονται με ει αντί η.

Όπως είπα πιο πάνω, το Μπουκέτο είχε δημοσιεύσει κι άλλα διηγήματα του Παπαδιαμάντη (συνολικά 13 από το 1925 ως το 1938, καθώς και ποιήματά του, τα σατιρικά του τροπάρια κτλ.), κάποια από τα οποία είχαν σημαντικές διαφορές από τις πρώτες εκδόσεις, διαφορές οι οποίες, σύμφωνα με την ανάλυση του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου, είναι προϊόν της γραφίδας του επιμελητή του Μπουκέτου, δεν είναι δηλαδή αποτέλεσμα νεότερης επεξεργασίας του συγγραφέα, όπως είχε υποστηρίξει ο Φ. Δημητρακόπουλος.

Δεν έχω τα εφόδια να γίνω κριτής της φιλολογικής αυτής διαφωνίας, η οποία όμως μας ενδιαφέρει, στο βαθμό που αφορά τη γνησιότητα των κειμένων που δημοσιεύτηκαν στο Μπουκέτο. Θα περιοριστώ να πω ότι βρίσκω πειστική την επιχειρηματολογία του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου, και συμφωνώ με το συμπέρασμά του ότι, με εξαίρεση το β’ μέρος από τον «Αντίκτυπο του νου», τα άλλα διηγήματα του Παπαδιαμάντη δημοσιεύτηκαν στο Μπουκέτο όχι με βάση αυτόγραφα του Παπαδιαμάντη ή διορθωμένα από τον ίδιο αποκόμματα εφημερίδων, που τα έδωσε τάχα στο περιοδικό ο Κ. Φαλτάιτς, αλλά, απλώς, από την πρώτη δημοσίευση σε εφημερίδα.

Αν όμως είναι έτσι, αναπόφευκτα γεννιέται το ερώτημα: μήπως έχει και η «Νοσταλγία» υποστεί επεμβάσεις του επιμελητή της Οικογένειας, παρόμοιες με εκείνες του Μπουκέτου; Άλλωστε, τα δυο περιοδικά συστεγάζονταν, και το 1928, ένα μόλις μήνα μετά τη δημοσίευση της «Νοσταλγίας» στην Οικογένεια, το Μπουκέτο δημοσίευσε, σε δύο συνέχειες, τις παπαδιαμαντικές «Κουκλοπαντρειές» ως ανέκδοτο διήγημα, αλλά με αρκετές (και απαράδεκτες) ευπρεπιστικές διαγραφές και τροποποιήσεις.

Δεν μπορώ να αποκλείσω εντελώς τις επεμβάσεις του επιμελητή, και πιο κάτω θα αναφερθώ σε μερικές ενδείξεις επεμβάσεων, ωστόσο πιστεύω ότι, αν υπήρξαν, δεν ήταν πολλές. Ίσως ο επιμελητής της Οικογένειας να ήταν πιο συγκρατημένος από τον ομόλογό του τού Μπουκέτου, ίσως πάλι η «Νοσταλγία» να μην περιείχε σκανδαλιστικές λεπτομέρειες όπως οι «Κουκλοπαντρειές», αλλά νομίζω ότι οι επεμβάσεις έμειναν στο ελάχιστο. Έχουμε άλλωστε και μια επικουρική απόδειξη για τη φειδωλία του επιμελητή της Οικογένειας: όπως προανέφερα, το διήγημα «Οι δυο δράκοι», που δημοσιεύτηκε στην Οικογένεια δυο μήνες νωρίτερα από τη «Νοσταλγία», ελάχιστα τροποποιεί το κείμενο της πρώτης δημοσίευσης (στην εφημ. Νέον Άστυ, 8.8.1906).

Χρειάζεται μια παρένθεση για τη δημοσίευση αυτή. Το διήγημα αυτό δημοσιεύτηκε στην Οικογένεια, στο φ. 7(73) της 5.2.1928, ύστερα από προαναγγελία στο προηγούμενο τεύχος. Της δημοσίευσης προτάσσεται σημείωμα του περιοδικού στο οποίο δηλώνεται: «Το διήγημα αυτό το είχε δώσει ο Παπαδιαμάντης όταν εζούσε για να δημοσιευθεί ως Χριστουγεννιάτικο σε μια εφημερίδα του Βόλου. Η εφημερίς όμως αυτή δεν εξεδόθη και το διήγημα παρέμεινε εις χείρας του διευθυντού της από τον οποίον και το επρομηθεύθημεν». Παρόμοια εισαγωγή προτάσσεται και στη δημοσίευση του διηγήματος «Το νάμι της» από το Μπουκέτο, που επίσης είχε αρχικά δημοσιευτεί στο Νέον Άστυ.

Παρόλο που για να δοθεί οριστική απάντηση χρειάζεται αναδίφηση των σωμάτων των βολιώτικων εφημερίδων, το γεγονός ότι δεν είναι καταγραμμένη καμιά συνεργασία του Παπαδιαμάντη με βολιώτικη ή θεσσαλική εφημερίδα με κάνει να θεωρώ πιθανότερο ότι ο εκδότης του Μπουκέτου και της Οικογένειας είχε προμηθευτεί σώματα παλαιών εφημερίδων και έκανε από εκεί την αναδημοσίευση, πρόσθεσε δε τη μνεία στον Θεσσαλό εκδότη σαν κερασάκι στην τούρτα.

Αλλά εμάς μας ενδιαφέρει κυρίως η «Νοσταλγία του Γιάννη». Κατά τη γνώμη μου, δεν χωράει αμφιβολία πως το διήγημα είναι του Παπαδιαμάντη, αν και δεν αποκλείω να έχει γίνει επέμβαση σε μερικά σημεία από τον επιμελητή του περιοδικού.

Αυτό το τεκμαίρω από την ανάλυση χαρακτηριστικών λέξεων και φράσεων του κειμένου. Θα αναφέρω εδώ μερικά μόνο για να μη σας κουράσω:

* Δε μ’ λες: έτσι το βρίσκουμε γραμμένο στη «Γυνή πλέουσα» (4.31.33)

* μ’λάρια: έτσι το βρίσκουμε γραμμένο στο «Χριστό στο κάστρο» (2.290.20)

* γκάιδα: αρκετές φορές στον Παπαδιαμάντη, π.χ. στον «Βαρδιάνο στα σπόρκα» (2.620.1 και 2.639.2).

* κατέμπροσθεν: συχνότατο στον Παπαδιαμάντη, κάποτε μαζί με μουριά, όπως στον «Θάνατο κόρης» (4.182.13-14).

* επονούσε: με τη σημασία «αγαπούσε», τουλάχιστον δυο φορές σε άλλα διηγήματα (π.χ. «ανέπτυσσε μητρικήν στοργήν, τα επονούσε», «Χωρίς στεφάνι», 3.136.17).

* νευροπαθής: η λέξη, που τότε ήταν σχετικά καινούργια (1870 η πρώτη καταγραφή της) υπάρχει στον «Πανδρολόγο» (3.378.17).

* οξύχολος: έτσι χαρακτηρίζεται και ο Φραγκούλας στον «Ρεμβασμό του Δεκαπενταυγούστου» (4.90.25).

* ανέτειλε το έαρ: το τροπάριο αυτό του Αγίου Γεωργίου το αναφέρει ο Ππδ. στα «Τραγούδια του Θεού» (4.392.11).

* εχόρευε κι επήδα: πλάι-πλάι τα δυο ρήματα και στο «Κουκούλωμα» (4.592.3), και με την αντίστροφη σειρά στους «Χαλασοχώρηδες» (2.432.31).

* υπό τα πελώρια δέντρα: ακριβώς η ίδια φράση (αλλά με δένδρα) στο «Στην Αγί’ Αναστασά» (2.345.31). Ο τύπος «δέντρα» ίσως είναι τροποποίηση του επιμελητή· πάντως, αν και συνήθως ο Ππδ. γράφει δένδρου, δένδρων, έχει χρησιμοποιήσει και τον δημοτικότερο τύπο, π.χ. δέντρα στη «Συντέκνισσα» (3.587.2).

* αγροδίαιτοι νέοι: χαρακτηριστική λέξη· ακριβώς έτσι στα Μαύρα κούτσουρα (4.477.10) ή «και οι άλλοι αγροδίαιτοι» στον «Βαρδιάνο στα σπόρκα» (2.625.6).

* ένθους: η λέξη υπάρχει στον «Κοσμολαΐτη» (3.540.19), κατά σύμπτωση πάλι σε συμφραζόμενα ευωχίας.

* των νεαρών σατυρίσκων του βουνού: πρβλ. οι σατυρίσκοι της αγέλης του Φοραμπάλλα στην «Κοινωνική αρμονία» (4.142.11), για νεαρούς μόρτηδες, αλλά και, πολύ χαρακτηριστικά, εγώ ο σατυρίσκος του βουνού, για τον αφηγητή στο Όνειρο στο κύμα (3.267.35).

* με αφελή θαυμασμόν: ίδια έκφραση στους «Εμπόρους των εθνών» (1.268.6).

* τι θα γίνουμε: σαν προειδοποίηση για κακή εξέλιξη, η έκφρ. υπάρχει στην «Τύχη απ’ την Αμέρικα» (3.352.21).

* φαιδρά άσματα: ίδιο στην «Υπηρέτρα» (2.95.15).

* οχούμενοι επί οναρίων: πρβλ. επί οναρίου οχούμενος, και πάλι σε πανηγυριώτικα συμφραζόμενα, στο «Υπό την βασιλικήν δρυν» (3.327.1).

* να τον «βγάλει στον κάβο»: αυτούσια η έκφραση βρίσκεται στα «Ρόδινα ακρογιάλια» (4.278.23). Επίσης, η λ. κάβος με τη σημασία του πρώτου που σέρνει τον χορό υπάρχει στους «Χαλασοχώρηδες» (και οδηγών αυτός τον κάβο ήρχισε τον χορόν, 2.434.6).

* το ρέμα-ρέμα: τουλάχιστον σε πέντε παπαδιαμαντικά διηγήματα, π.χ. στη «Φόνισσα»: «Κατήλθε πάλιν το ρέμα-ρέμα εις τα οπίσω» (3.460.23).

Υπάρχουν πάντως και κάποιες ενδείξεις για επεμβάσεις από τον επιμελητή. Οι πιο σημαντικές είναι:

* μαγαζιού: η χρήση αυτού του τύπου είναι ένδειξη διασκευής· ο Ππδ. έχει πάντοτε «μαγαζείου», παρόλο που συχνά διατηρεί στην ονομαστική τον δημοτικό τύπο «μαγαζί» και τα «μαγαζιά».

* ηννόησε: ο Ππδ. έγραφε σχεδόν πάντοτε «ενόησε», οπότε εδώ πιθανότατα έχουμε επέμβαση του επιμελητή, είτε της Οικογένειας είτε της Αλήθειας.

Νομίζω ότι μπορούμε να συμπεράνουμε πως έχουμε ένα τυπικό πασχαλινό διήγημα του Παπαδιαμάντη, με λιγοστές εικαζόμενες επεμβάσεις από τον επιμελητή της αναδημοσίευσης.

Ένα πρόβλημα που συνάντησα στο διήγημα είναι η λέξη «πιμπιράμφον», στην αρχή του διηγήματος, όπου αναφέρει ότι ο Σαραφιανός εφίλευε τον Γιάννη «τουρσί από ακρόδρυα πιμπιράφον». Πρόκειται για ανύπαρκτη λέξη που οφείλεται σε παρανάγνωση, μάλλον από το χειρόγραφο κατά την πρώτη δημοσίευση στην Αλήθεια. Όπως γνωμάτευσε και ο Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος σε προσωπική επικοινωνία μας, το ορθό πρέπει να είναι «τσιτσιράφων». Τα «τσιτσίραφα» (σήμερα γνωστότερα ως «τσιτσίραβλα») είναι τρυφεροί βλαστοί της τσιτσιρεβιάς ή τριμιθιάς (αγριοφιστικιάς), διατηρημένοι τουρσί με αλάτι και λάδι, που αποτελούν έξοχο μεζέ για το ρακί και το ούζο στο Πήλιο, τις Σποράδες και τη Β. Εύβοια. Ο τύπος «τσιτσίραφα» παραδίδεται έτσι στο Φυτολογικό λεξικό του Ιω. Γεννάδιου (σελ. 783). Παλαιογραφικά, η παρανάγνωση εξηγείται.

Το διήγημα εκτυλίσσεται στα Βουρλίδια, μια κοιλάδα· σε άλλα τέσσερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη βρίσκουμε το τοπωνύμιο, τη μια φορά με επισήμανση ότι πρόκειται για «βαθεία κοιλάδα» («Τα συμβάντα στον μύλο», 4.159.10). Από τον Γ. Ρήγα (Σκιάθου λαϊκός πολιτισμός, Τόμ. 3, σελ. 242) μαθαίνουμε ότι ήταν «πεδινή καλλιεργημένη τοποθεσία ανάμεσα στην Αμμουδιά και τις Βίγλες».

Πρωταγωνιστικό ρόλο, εκτός του Γιάννη Λιοσαίου, παίζει ο ταβερνιάρης, ο Σαραφιανός. Το όνομα αυτό αναφέρεται και σε άλλα σκιαθίτικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, π.χ. στο «Το σπιτάκι στο λιβάδι» (3.150.8 και 10). Στο «Για την περηφάνια» υπάρχει αναφορά στο «μαγαζί του Σαραφιανού» (3.208.11). Επίσης, στον πέμπτο τόμο των Απάντων (5.320) υπάρχει κείμενο του Παπαδιαμάντη με τίτλο «Το μοσχάτον της Σκιάθου», όπου επαινείται το μοσχάτο κρασί που μπορεί να γευτεί κανείς στο «οινοπωλείον και παντοπωλείον Η Μουργιά του Θωμά Σαραφιανού εις την Σκίαθον». Αν σκεφτούμε ότι ο Σαραφιανός του διηγήματος έχει πατέρα Θωμαδάκη (άρα, πιθανότατα, παππού Θωμά) και ότι στο μαγαζί δεσπόζουν μουριές, πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο και το ίδιο μαγαζί.

Ο Γιάννης ο Λιοσαίος δεν εμφανίζεται σε άλλο διήγημα του Παπαδιαμάντη, ούτε το αφεντικό του, ο Γιάννης ο Αργαστιώτης. Πάντως, ο Γιάννης ο Λιοσαίος, ο γέρος με τα παιδιάστικα φερσίματα, παίρνει τη θέση του στη χορεία των παπαδιαμαντικών περιθωριακών. Κι αλλού στον Παπαδιαμάντη βρίσκουμε μορφές ανθρώπων που δεν έχουν συγγενείς, ούτε πολλές επαφές με τους άλλους, αλλά αγαπούν πολύ τα ζώα τους (πρόχειρα σκέφτομαι τον Στάθη Μπόζα της «Γλυκοφιλούσας» ή τον πάτερ Νικόδημο του «Βαρδιάνου»), αλλά νομίζω ότι εδώ αυτό το χαρακτηριστικό διαγράφεται πολύ πιο καθαρά.

Το διήγημα άλλωστε αγγίζει θέματα οικεία στον αναγνώστη του Παπαδιαμάντη. Η περιγραφή του οργανοπαίχτη και του πανηγυριού παραπέμπει στην ευδιάκριτη ομάδα των «γλεντζέδικων» διηγημάτων του Παπαδιαμάντη (σαν την «Τρελή βραδιά»), αλλά εδώ το γλέντι έχει έντονη τη θρησκευτική διάσταση· όπως έγραψε ο Σταύρος Ζουμπουλάκης σχολιάζοντας το διήγημα, πρόκειται για χριστιανισμό λαϊκό και ευφρόσυνο, υπό τους διατόρους ήχους της γκάιντας. Επίσης, ο καημός των ζώων που έχασαν τον αφέντη τους θυμίζει το διήγημα «Ο Γαγάτος και τ’ άλογο», όπου και πάλι υπάρχει ένα άλογο που δουλεύει σε αλογόμυλο.

Το διήγημα δεν είναι μεγάλο (περί τις 1270 λέξεις), όμως δεν είναι και από τα μικρότερα του Παπαδιαμάντη, ο οποίος την εποχή εκείνη έγραφε πολλά μικρά κομμάτια για τις εφημερίδες, σαν χρονογραφήματα. Αν το συγκρίνουμε με τα άλλα είκοσι διηγήματα που έγραψε τον ίδιο χρόνο, το 1906, πέντε μόνο είναι εκτενέστερα από τη «Νοσταλγία του Γιάννη»· τα υπόλοιπα είναι συντομότερα, μερικά μάλιστα σχεδόν στη μισή έκταση (650 λέξεις το «Ψοφίμι», 635 ο «Διδάχος»). Πάντως, η έκταση του διηγήματος δεν είναι τέτοια που να επιβάλλει δημοσίευσή του σε δύο συνεχόμενα φύλλα της εφημερίδας, όπως είναι η βιβλιογραφική πληροφορία που έχουμε. Κανονικά, θα χρειάζονταν μόλις δύο στήλες εφημερίδας. Αυτό είναι κάτι το περίεργο σε σχέση με την πρώτη δημοσίευση, αλλά ίσως η εφημερίδα (που δεν την  έχουμε  δει) να  είχε μικρό σχήμα.

Δεν είναι όμως αυτό που θα ήθελα να επισημάνω, αλλά κάτι άλλο, σε σχέση με αυτή τη φευγαλέα Αλήθεια (με κεφαλαίο το Α) που τόσο δύσκολο φαίνεται να τη βρούμε.

Είπαμε ότι η Νοσταλγία του Γιάννη δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 1906. Πράγματι, η Αλήθεια τότε άρχισε να εκδίδεται ως καθημερινή εφημερίδακαι, όπως βρήκε η Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου,  ο Παπαδιαμάντης ήταν από την αρχή ταχτικός συνεργάτης της. Συγκεκριμένα, σε διαφημιστική αγγελία δημοσιευμένη στην εφημ. Σκριπ διαβάζουμε: «Από την Κυριακήν 23ην Απριλίου εκδίδεται πρωινή καθημερινή πεντάλεπτος “Η ΑΛΗΘΕΙΑ”.   […]  “Η ΑΛΗΘΕΙΑ” θα έχη πλέον της άλλης ύλης από το πρώτον φύλλον της το εκπληκτικώτερον και φοβερώτερον αλλά και ηθικώτερον και χριστιανικώτερον έργον που εδημοσιεύθησαν [sic] ποτέ εις την ξένην φιλολογίαν. Ο τίτλος του ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΙΝ. Φοβερός ο τίτλος του, αλλά φοβερώτερον το περιεχόμενόν του. Άλλο τίποτε δεν λέγομεν σήμερον. Μόνον ὀτι το μεταφράζει εκ της Αγγλικής ο πρύτανις των λογίων μας και βαθύς μύστις των ξένων φιλολόγων [sic] ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ προσληφθείς οριστικώς εις το επιτελείον της συντάξεως της “ΑΛΗΘΕΙΑΣ”».

Μύστης, πρύτανης, το ενδιαφέρον όμως είναι η πληροφορία ότι ο Παπαδιαμάντης είχε «προσληφθεί οριστικώς» στην εφημερίδα, έστω και ως μεταφραστής, που άλλωστε ήταν το επάγγελμά του. Σκεφτείτε το όμως: από τον Απρίλιο έως τον Δεκέμβριο του 1906, που είναι το πρώτο φύλλο της Αλήθειας που σώζεται σε βιβλιοθήκη, μεσολαβούν 8 μήνες, πάνω από 200 φύλλα, που δεν τα έχουμε βρει. Πράγμα που σημαίνει ότι αν ποτέ βρεθεί πλήρες σώμα της εφημερίδας, τίποτα δεν αποκλείει να βρούμε κι άλλα άγνωστα παπαδιαμαντικά διηγήματα. Ψηλώνει ο νους όταν το σκέφτεσαι…

Με την ευχή να βρούμε κάποτε,  σε κάποιο σεντούκι, σε κάποια επαρχιακή βιβλιοθήκη, σε κάποιο παλαιοπωλείο, το λανθάνον σώμα  της Αλήθειας, σας  αφήνω -και σας ευχαριστώ πολύ που με ακούσατε!

Πρόσφατες δημοσιεύσεις