Ἄσει Νώντα, κι ποῦ νὰ στὰ λέου σὰν τὶ ἀδουκήθκα, ἁπ’ λές. Σήμιρα, Πέφτ’ 6 ἀπ’ τοὺν Θιρστὴ 2023 κι τ’ἁηΣισώη, (γιουρτάζ’ κι στἉγιουνόρους ἡ π.Σισώης) βγῆκα ἀπ’ τοὺ Μαναστήρ’ σιακάτ’ σιακάτ’ κι πιριποιοῦμαν τς φλαμουργιές. Ἔκουβα τὰ κουλουρίζια κι ἀποὺ καένα κλουνάρ’ ξιπιταγμένου κι τς συλλάρουνα. Ἔκανα καμπόσις ἀ κι γύρσα κι ἔκατσα στοὺν ἴσκιου ἀπ’ τοὺ ἰκκλησάκ’. Ἴσκιους, ἀρχότ’, δρουσιά, τὶ νὰ σὶ πῶ; Ὅ,τ’ χρειάζουμαν. Ἔλα ὅμους ποὺ ἤθιλνα κι ψίτσα νιρὸ; Ποῦ νὰ πααίνου ἀπάν’ στ’ βρύσ’; Μόρα, εἶπα, κι νὰ μὶ σβαρνίζτι δὲν φέγου ἀπ’ τοὺν ἴσκιου ἰτούτουν. Τηρῶ ἰκεῖα ἀμπρουστάμ’ κι γλέπου δγυὸ-τρία δρουσιρὰ στριβάδγια. Παίρου τοὺ ἕνα κι λίγου-λίγου τὄβγαλα ἀπ’ ‘νἀμπασχάλητ’. Τοὺ βάνου στοὺν στόμαμ’ κι τοὺ μουτσιαλνῶ. Δρουσίσκα! Μὶ θαράπαψι τὰ τζιγέργιαμ’. Κι ξέρς τὶ ἀδουκήθκα, ἁπ’ ἔγραψα ἀπάν σμπρώτ’ τ’σειρά; Ἔτσιας ἔφκιανάμι φόντας ἤμασταν πιδγιά-δασκαλούλια. Τοὺ καλουκαίρ’ βουσκούσαμι τ’ἀρνιά μας. Κρατούσαμι λίγα ἀρνιὰ κάθι χρόνου. Ἄλλα γιὰ μάννις κι ἄλλα γιὰ χασάπ’. Τοὺ προυΐ γκαβουνυστάζουντας,κι μεῖς ἀ κιτ’ἀρνιά μας,τὰ πάηνάμι γιὰ νὰ βουσκήσν. Ἡ πάππους ἡ Σταθουνικόλας (τοὺν ἴλιγάμι κι Τσατσώνα) τὰ κινοῦσι τς 4 τ’χαραή! Ποῦ νὰ ξυπνήσουμι ἰμεῖς τέτχοια ὥρα; Ἅμα πλάκουνι ἡ ζέστα, μιτρούσαμι τοὺν ἴσκιου μας πόσα πουδάργια ἦταν, τὰ πότζαμι στς λιουκάνις, ἔπλυνάμι τοὺ κιφάλ’ μὶ ταζέθκου νιρό, ντιρλικουνάμι κι μεῖς νιρὸ κι τὰ μάζουνάμι ρέντα-ρέντα γιὰ τοὺ σπίτ’ κι τἄβανάμι στοὺν στάλουν. Ἅμα γυρνοῦσι ἡ ἥλιους τἄλλαζάμι στάλουν γιὰ νἄχν ἴσκιουν. Τἄσκουνάμι μὶ τὰ τρακατάργια κι ν’κλοῦτσα, ἔκαναν τς γκαγκαράτζις τα κι ξανὰ στοὺν στάλουν. Τ’ἀπόγιουμα πάλι τὰ κινούσαμι γιὰ νὰ βουσκήσν ὡς τοὺ βραδάκ’.
Τώρα, εἶπα πουλλὰ λουΰρ’ λουΰρ’ κι δὲν εἶπα ἀκόμα σὰν τὶ ἀδουκήθκα. Ἅμα ἤμασταν ἀλάργα ἀποὺ τς βρύσις κι τὰ μπιάδγια,ἰκεῖ ἁπ’βουσκούσαμι ἔψαζάμι νὰ βροῦμι ποῦ εἶχι στριβάδγια κι στριβαδιές φρέσκις. Τοὺ στριβάδ’ ἦταν τρυφιρὸ χουρτάρ’ γιὰ ὅλα τὰ πράματα, ἄλουγα, μπλάργια, γουμάργια, πρόβατα κι γίδγια. Ἀπ’ ‘νκαρδιάτ’ ἀποὺ μέσα ἔβγαζι ἕνα κιντρικὸ κουρμὸ σὰν τοὺ στιάρ᾿ μὶ4-5 κόμπ’. Ὅμους τοὺ ἕνα χαμπλά-χαμπλὰ δὲν ἔβγανι κόμπουν.Τσάκουνάμι αὐτόϊας τοὺ καλάμ’ κι τοὺ τραβούσαμι λίγου-λίγου κι τὄβγαζάμι ἀπάν. Αὐτὸ ἰκεῖ χαμπλὰ στν ἕνουσιτ’ ἦταν τρυφιρούτσκου κι λίγου γλυκούτσκου. Μουτσιαλνούσαμι κάνα 2-3 πόντ’ μούγκι τοὺ τρυφιρότ’ κι ἔτσιας ξιγιλούσαμι τ’δίψα μας. Χρειάζουνταν βέβια κάνα 5-6 στριβαδιὲς νὰ μουτσιαλίσουμι γιὰ νὰ μᾶς ἔφυγνι ἡ δίψα. Ἄλλις φουρὲς κυνηγούσαμι νὰ βροῦμι ξυνήθρις, ἀμπουτὶ κι αὐτὲς σὶ ξιδιψοῦν, ἔτσιας ξινούτσκις ἁποὺ εἶνι. Ἀπάν’ στοὺ Μπλάτσ’ φκιάν’ κι πίττα μὶ τς ξυνήθρις. Ἰὰ νὰ δῆς!
Αὐτάϊας, Νώνταμ’ ἀδουκήθκα, κι εἶπα νὰ στὰ γράψου ἀδιλφικῶς!
Κι ἀ οἱ δγυό μας εἴμιστι ἀμιτανόητ’ χουργιάτδις! Μᾶς ἀρέζ’ κιόλαντς!
Ποῦ νὰ τὰ πῆς αὐτάϊας σιακάτ’ κα ‘νἈνθήνα; Τρουμάρατς.
ἀρνιμα
ἀγράμματους λέου. Κι τὶ νὰ πῆς μάνναμ’, ἴλιγι ἡ μάνναμ’!
6 ἀπ’ τοὺν Θιρστὴ 2023.