TOY ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ
Πώς να βρεις λόγια να περιγράψεις το απερίγραπτο.
Πώς να βρεις κουράγιο να αντέξεις το αμετάκλητο της απώλειας.
Υπάρχει μέτρο για να ζυγίσεις την απώλεια μέσα στο γκρίζο του πόνου;
Συγκλονισμένη η ελληνική κοινωνία, παρακολουθεί το ανθρώπινο δράμα, προσπαθώντας να βρει ένα στήριγμα για να πιαστεί. Κάποιοι σιωπούν, κάποιοι άλλοι φωνάζουν, κάποιοι τρίτοι ζητούν απαντήσεις. Όλοι, ο καθένας με τον τρόπο του αντιδρούν στο μεγάλο μυστήριο της ζωής, το θάνατο, πολλώ δε μάλλον τον άδικο, με το δικό τους τρόπο και όλοι έχουν δίκιο.
Η πίκρα και οργή (κυρίως η δεύτερη) δικαίως πλημμυρίζουν το δημόσιο λόγο. Αυτές είναι σήμερα, οι συνδαιτυμόνες κάθε πολίτη της χώρας τούτης. Η αναζήτηση και η απόδοση ευθυνών, είναι δουλειά της δικαιοσύνης. Κι αν κάποιοι πουν και καμιά κουβέντα παραπάνω, προσωπικά, δεν τους παρεξηγώ. «Άνθρωπος είμαι, τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο», έλεγε ο Τερέντιος.
Όταν το γεγονός περνάει τη διαχωριστική γραμμή της ζωής και του θανάτου και ο άνθρωπος βρίσκεται πια στο τοπίο μίας φρίκης μόνιμης, με μοναδική και στέρφα διέξοδο τη μύηση στο μνήμα, τότε ξυπνούν όλα τα συναισθήματα κι όλες οι αντιθέσεις που εγκαταβιώνουν μέσα του.
Η λέξη τραγωδία, φαίνεται αδύνατη να περιγράψει την απώλεια τόσων νέων, κυρίως ανθρώπων. Ο θάνατος ως βαρβαρότητα του ανεπανόρθωτου τετελεσμένου.
Ο πόνος – πένθος και μια ανεξήγητη τύψη στο αναπάντητο ερώτημα: γιατί;
Ο θρήνος δεν είναι ελεγχόμενος, αλλά μια παραδοχή βαριά και δύσκολη. Ο άνθρωπος χρειάζεται το θρήνο και το πένθος για να χωνέψει την απώλεια και για να συντηρήσει τη μνήμη εκείνων που έφυγαν.
Η χώρα, η κοινωνία, θρηνούν και πενθούν. Γιατί θέλουν να μοιραστούν τον πόνο της απώλειας. Γιατί θέλουν να μετέχουν, να συμπαρασταθούν, να δείξουν σ’ εκείνους που βιώνουν την απώλεια πως δεν είναι μόνοι τους. Το έδειξαν οι ουρές έξω από τα νοσοκομεία με ανθρώπους κάθε ηλικίας που έτρεξαν να δώσουν το αίμα τους.
Η λέξη συμπόνια αποκτά άλλο νόημα και δύναμη σε τέτοιες στιγμές και μας θυμίζει πως υπάρχουν αξίες αναλλοίωτες στο διαβασίδι του χρόνου, παρά τις μεμψιμοιρίες και τα παράπονα για μια κοινωνία αποπροσωποιημένη μέσα στην καταναλωτική της αμεριμνησία. Μεγάλο το κέρδος, μα μεγαλύτερο και αβάσταχτο το τίμημα αυτής της διαπίστωσης.
Ο θρήνος χρειάζεται για να μαλακώσει – αν γίνεται ο πόνος∙ το πένθος χρειάζεται για προετοιμάσει τη μνήμη και να βοηθήσει εκείνους που έμειναν να κοιτάζουν αποσβολωμένοι μέσα στην ερημιά του οίκτου.
Θρηνώντας και πενθώντας, όμως, η κοινωνία, περιμένει, συνάμα και απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα που έχουν σχέση με την τραγωδία. Και τα ερωτήματα αυτά είναι πολλά και απευθύνονται σε πολλούς, διαχρονικά. Ερωτήματα που έχουν σχέση με την μόνιμη υστέρηση της χώρας σε πολλούς τομείς, όταν δέσμια στερεοτύπων, προκαταλήψεων, δικτύων συμφερόντων, αρνείται να προχωρήσει μπροστά, αρνείται να δει κατάματα τα χρόνια προβλήματα (όπως ο εκσυγχρονισμός των σιδηροδρόμων, εν προκειμένω), αρνείται, σε σημείο αυτοακύρωσης, τελικά, τον ίδιο της τον εαυτό.
Η ελπίδα, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ανήκει στη μνήμη. Να μη ξεχαστούν τα θύματα, να μη ξεχαστούν οι υπεύθυνοι, να μη ξεχαστούν τα αίτια, να μην ξεχαστεί η φρίκη. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε, γιατί θα είναι σαν ακυρώνουμε τον προαιώνιο νόμο της κοινωνικής συμβίωσης, εκείνον της συλλογικής αυτοσυντήρησης. Η λήθη, εξάλλου, είναι ο εχθρός της αλήθειας.
Χρειαζόμαστε τη μνήμη, γιατί όπως λέει και ο Σεφέρης «όπου την ακουμπάς πονάει». Χρειαζόμαστε τη μνήμη για να μην ξεχάσουμε το σημερινό πόνο. Γιατί αν ξεχαστεί, θα λησμονηθεί και το αίτημα για απαντήσεις. Και αυτός θα είναι ο δεύτερος θάνατος όλων όσων έχασαν τη ζωή τους σε αυτό το τραγικό δυστύχημα.
Τελικά, η μνήμη κερδίζει τη ζωή.
liberal.gr