Οι αρχαίοι πρόγονοί μας ανέπτυξαν σπουδαίο πολιτισμό, ο οποίος αναγνωρίζεται από όλους τους ανθρώπους καλής θέλησης ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους. Καυχόμαστε και εμείς γι’ αυτούς ή τουλάχιστον τους επικαλούμαστε σε καταστάσεις, κατά τις οποίες η έκδηλη ανεπάρκειά μας καθιστά επιτακτική την ανάγκη να στηριχθούμε σε προγονικές δάφνες. Ο πολιτισμός των προγόνων μας ήταν διττός. Στον τεχνολογικό τομέα είχαν επιτελέσει θαυμαστά έργα με κορυφαίο τον μηχανισμό των Αντικυθήρων. Στον τομέα της φιλοσοφίας, μάλιστα στον τομέα της ηθικής, υπήρξαν ανθρωπίνως ανυπέρβλητοι. Η υπόδειξη του Κλεοβούλου του Ροδίου (6ος αιώνας π.Χ.) «Ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις» είναι η κορυφαία ηθική διδασκαλία του αρχαίου κόσμου.
Υπήρχε όμως και ανυπέρβλητο εμπόδιο στο να εμβαθύνουν οι πρόγονοί μας στην ηθική διδασκαλία. Ήταν η έλλειψη του προτύπου. Έτσι η εικόνα του «καλού καγαθού» πολίτη απέρρεε από το ιδεαλιστικό πλέγμα, το οποίο συνέθεσαν οι φιλόσοφοι μη συμφωνούντες βέβαια μεταξύ τους. Στην απαξίωση της θαυμαστής ηθικής διδασκαλίας συντελούσε η επικρατούσα θρησκεία, καθώς οι θεοί είχαν πλασθεί κατ’ εικόνα και ομοίωση των ανθρώπων και εμφορούνταν από πλήθος αδυναμιών και παθών.
Η ενανθρώπιση του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού συνετέλεσε στην ανατροπή του ιδεαλιστικού κοσμοειδώλου του αρχαίου κόσμου. Πλέον ήσαν περιττοί οι ωραίοι ορισμοί για τα λεγόμενα πανανθρώπινα ιδανικά, όπως ελευθερία, ειρήνη, δικαιοσύνη, δημοκρατία. Η νέα πίστη στο ερώτημα «Τι είναι το καθένα από αυτά;» δίνει την απάντηση: Ο Χριστός. Στη διδασκαλία Του δεν αντέδρασε μόνο το ιερατείο των αρχαίων θρησκειών και οι κοσμικοί άρχοντες, αλλά και πολλοί φιλόσοφοι. Η διδασκαλία του Χριστού καθιστούσε χωρίς νόημα τον φιλοσοφικό στοχασμό σε δύο καίριους τομείς της φιλοσοφίας: Στον περί του Θεού και στον περί ηθικής. Εν πολλοίς η φιλοσοφία αντικαταστάθηκε από τη θεολογία, δηλαδή την ερμηνεία της διδασκαλίας του Χριστού από ανθρώπους φωτισμένους από το Άγιο Πνεύμα. Στη θεολογία της Εκκλησίας πρωτοστάτησαν, μεταξύ άλλων, και οι Τρεις Ιεράρχες, οι θεωρούμενοι ακόμη, τύποις, προστάτες της παιδείας, της ανύπαρκτης παιδείας, καθώς αυτή έχει μεταλλαχθεί σε εκπαίδευση, γνωσικεντρική, παλαιότερα, άκρως χρησιμοθηρική, σήμερα.
Αποστασιοποίηση από την Εκκλησία έδειξαν λόγιοι της τελευταίας περιόδου της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, της περιόδου της παρακμής. Αυτοί μεταλαμπάδευσαν στη Δύση την αρχαία ελληνική γραμματεία υποταχθέντες στο ανελεύθερο «πνεύμα» του Βατικανού και της δυτικής «ευγενείας». Η προβολή του αρχαίου ελληνικού κόσμου ως κόσμου της ελευθερίας σε συνδυασμό με την παραχάραξη της διδασκαλίας του Χριστού από τους χριστιανούς της Δύσης και την ευλογία του δεσποτισμού, οδήγησε στην αμφισβήτηση αρχικά της επί γης αυθεντίας και αργότερα και της ουράνιας με κατάληξη την άρνηση του Θεού, κυρίαρχο γνώρισμα της νεωτερικότητας. Ο άνθρωπος αισθάνθηκε υπερήφανος, καθώς κατέκτησε το δικαίωμα, όπως πίστεψε, να ρυθμίζει τα του βίου του χωρίς να είναι υποχρεωμένος να απολογηθεί σε κάποιον. Η αίσθηση υπεροχής έναντι των συνανθρώπων του παλαιοτέρων εποχών, σε συνδυασμό με την αλματώδη ανάπτυξη της θετικής επιστήμης, κατέστησε τον σύγχρονο άνθρωπο αλαζόνα στο έπακρο. Καυχάται για τα επιτεύγματά του και, παρά τις τραγικές αποτυχίες, δια μέσου των ηγητόρων του, του πολιτικού, οικονομικού και τεχνολογικού τομέων εμφανίζεται πλήρως καθησυχαστικός βεβαιώνοντας τους λαούς ότι όλα τελούν υπό έλεγχο και οι ηγέτες γνωρίζουν να αντιμετωπίζουν την οποιαδήποτε κρίση για το καλό των λαών. Και οι λαοί υπνωτισμένοι από το γλυκό τραγούδι της προπαγάνδας των κρατούντων, αποδέχονται παθητικά τα όσα καθησυχαστικά εκπέμπουν οι κυρίαρχοι, οι οποίοι ευθύνονται για την καταβύθιση στην αθλιότητα μεγάλου τμήματος του πληθυσμού του πλανήτη. Είναι σημαντικότατα τα δόγματα στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες: Α. Δεν υπάρχει ιερό, αφού ο άνθρωπος ρυθμίζει τις τύχες του κατ’ αποκλειστικότητα. Β. Οι ανθρώπινες κοινωνίες αυτορυθμίζονται με βάση τις κατά καιρούς και κατά τόπους επικρατούσες συνθήκες. Αποφεύγουν βέβαια συστηματικά να εξηγήσουν ότι οι συνθήκες επιβάλλονται από τους ασκούντες στην εξουσία και όχι από ανύπαρκτους κοινωνικούς νόμους, οι οποίοι, όπως δογματικά υποστηρίζεται, σε αντίθεση προς τους φυσικούς, μεταβάλλονται κατά καιρούς! Το κενό που άφησε η αποστασιοποίηση από την πίστη στον Θεό επιχειρείται να καλυφθεί από νεφελώδη ιδεαλισμό, κατά πολύ υποδεέστερο απ’ εκείνο των προγόνων μας. Ο δημαγωγικός λόγος αναμασά τη διακήρυξη πίστης στα λεγόμενα πανανθρώπινα ιδανικά, τα οποία όμως έχουν φυγαδευθεί από τις σύγχρονες κοινωνίες.
Υπό τις συνθήκες αυτές η αναγνώριση των Τριών Ιεραρχών ως προστατών της παιδείας (εμμένουμε στη χρήση του όρου) συνιστά ακραίο αναχρονισμό! Βέβαια δεν μπορούν να επικριθούν οι άγιοι αυτοί της Εκκλησίας για ανεπάρκεια σε κάποιον τομέα της όντως παιδείας. Η όντως παιδεία έχει ως κύρια γνωρίσματα την καλλιέργεια στον μαθητή ήθους και φρονήματος. Και οι Τρείς Ιεράρχες υπήρξαν απαράμιλλοι μαθητές και δάσκαλοι. Μαθήτευσαν στις καλύτερες σχολές της εποχής τους σε πολλά και όχι μόνο ένα γνωστικό αντικείμενο. Αναγνωρίστηκαν από τους δασκάλους τους. Και ενώ ανοιγόταν μπροστά τους λαμπρή σταδιοδρομία (με τη χρησιμοθηρική αξιοποίηση των γνώσεών τους), επέλεξαν να υπηρετήσουν αμισθί την Εκκλησία και το πλήρωμά της, μοιράζοντας την όποια περιουσία κληρονόμησαν στους φτωχούς. Η παντελής καταφρόνηση εκείνων, που εμείς θεωρούμε σημαντικά και παθιαζόμαστε για την απόκτησή τους, πλούτος, τιμές και αξιώματα προκαλεί την απληστία και την ιδιοτέλειά μας. Η προσφορά στον πάσχοντα συνάνθρωπό τους με έργα ευποιίας θαυμαστά, προκαλεί τους αρκούμενους στην εκφορά δημαγωγικού λόγου για δικαιοσύνη. Η θαρραλέα στάση έναντι της κοσμικής εξουσίας, η οποία τους εδίωξε, ενοχλεί αφάνταστα τους κρατούντες, οι οποίοι θέλουν τους εκκλησιαστικούς ηγέτες υπηρέτες του συστήματος εξουσίας και εν πολλοίς το έχουν επιτύχει.
Οι Τρεις Ιεράρχες ενοχλούν αφάνταστα όσους υποστηρίζουν την αποϊεροποίηση των πάντων. Με τον θαυμαστό βίο τους έδειξαν ότι η διδασκαλία του Χριστού δεν είναι ουτοπία. Και στον δρόμο που χάραξε ο Χριστός πορεύθηκαν και πλήθος άλλων αγίων μέχρι και τον 21ο αιώνα. Όλοι διακρίθηκαν για την άκρα συνέπεια μεταξύ λόγων και έργων. Όλοι θυσιάστηκαν και δεν θυσίασαν για τα συμφέροντά τους άλλους. Γι’ αυτό τόσοι πολλοί πολεμούν στις ημέρες μας τους τρείς μεγίστους φωστήρες! Το φως τους είναι εκτυφλωτικό μπροστά στον σκοταδισμό, που διασπείρουν ιδεολογίες, που έχουν καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος, και άπληστοι για δόξα δημαγωγοί, που εμφανίζονται στους λαούς ως παντογνώστες, ακόμη και όταν υστερούν εμφανώς σε γνώσεις. Το πιο τραγικό όμως είναι ότι υστερούν καταθλιπτικά σε ήθος και φρόνημα. Γι’ αυτό και οδηγούν, ως «επαΐοντες» τους λαούς να αποδεχθούν ότι αυτοί αγρυπνούν για το καλό τους και είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν κρίσεις. Και η κρίση βαθαίνει. Δεν έχω στο νου μας ως πρώτιστη την οικονομική κρίση, που δεν την προκαλούν οικονομικοί νόμοι της αγοράς, αλλά η ανθρώπινη απληστία. Έχω ως πρώτιστη την ηθική κρίση ή, για να εκφραστώ θεολογικά, την πνευματική. Αλλά ο σύγχρονος άνθρωπος, ο καυχώμενος για τις «κατακτήσεις» του, δεσμώτης των παθών, εμποδίζεται να συνειδητοποιήσει ότι υπέρτερη μορφή ελευθερίας δεν είναι η οικονομική, η κοινωνικοπολιτική ή η εθνική, αλλά η πνευματική ελευθερία. Πώς να αγωνισθεί για την απόκτησή της κάποιος που αγνοεί ότι είναι δούλος;
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»