* Βαγγέλης Δ. Μαρινάκης, Πολιτικός Επιστήμονας, ΜSc Δημόσιες Πολιτικές – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 25ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ
Στην λίστα των χωρών του τέως Ανατολικού μπλοκ που έβλεπαν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 το «φως» της ευρωπαϊκής ενοποίησης να τις λούζει η Ρουμανία έμοιαζε περίπτωση εμβληματική, προφητική και ελπιδοφόρα συνάμα.
Εμβληματική γιατί η ελίτ της είχε φροντίσει να την απαλλάξει από τη ζώνη των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού με τρόπο εμφατικό αλλά και μεθοδευμένο. Έτσι, η εκτέλεση του ζεύγους Τσαουσέσκου τα Χριστούγεννα του 1989 σηματοδοτούσε την απαραίτητη θυσία για την είσοδο της χώρας στην περίοδο της εποχής του «καπιταλιστικού ρεαλισμού», δίχως να διακινδυνεύεται κάποιου είδους εμφύλιος πόλεμος. Αντίθετα, η χώρα από τις αρχές του 1990 μπήκε σε μια πολιτική κανονικότητα που περιλάμβανε την εναλλαγή στην εξουσία δύο κομμάτων συνδεδεμένων με τις δύο μεγάλες πολιτικές οικογένειες της Ευρώπης (ΕΛΚ και Ευρωσοσιαλιστές).
Ελπιδοφόρα, γιατί η Ρουμανία ως χώρα αποτελούσε το μεγάλο ευρωπαϊκό στοίχημα των Βαλκανίων καθόλη τη δεκαετία του ’90. Με τη μεγαλύτερη παραγωγική βάση στην ευρύτερη περιοχή και μια εξωτερική πολιτική με έντονο το εθνικιστικό χρώμα, ήδη σε ρήξη με τη Μόσχα από τα μέσα της δεκαετίας του ΄90 η χώρα έμοιαζε το «ιδανικό» πουλέν για το success story που ΕΕ και ΝΑΤΟ χρειάζονταν ως αντίβαρο στην κόλαση της διαλυθείσας Γιουγκοσλαβίας. Πράγματι, η χώρα δεν διέψευσε τις προσδοκίες, και γρήγορα έγινε η ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία της Ευρώπης, με ένα υπολογίσιμο ωστόσο τίμημα, αυτό της ανισότητας.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, που οι δύο προαναφερθείσες τάσεις διέγραφαν μια ομαλή μετάβαση στις καλές πρακτικές των Βρυξελλών, η περίπτωση της χώρας αποδεικνυόταν ότι συμπύκνωνε όλες εκείνες ανωμαλίες που υπήρχαν ήδη παρούσες στη φάση της ανάπτυξης. Πρώτον, την έντονη παρουσία μιας διαφθοράς αρκετά ευδιάκριτης στους πολίτες από τις καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος υπουργών, γερουσιαστών και βουλευτών. Δεύτερον, την κραυγαλέα περιφερειακή ανισότητα. Η χώρα εξακολουθεί να είναι μια από τις πλέον άνισες σε ό,τι αφορά τη ζώνη των 27 και δύο περιφέρειες του νότιου τμήματός της συγκαταλέγονται στις πιο φτωχές της Ένωσης.
Σε συνάρτηση με την συγκυρία του κορονοϊού και της ρωσικής εισβολής στη Ουκρανία που κατάφερε καίριο πλήγμα στον αγροτικό τομέα της χώρας, εξαιτίας της απόφασης της Κομισιόν να στηριχθούν οι φθηνές εισαγωγές τροφίμων από τη γειτονική Ουκρανία, υπάρχουν γόνιμα τα συστατικά για ένα εκρηκτικό μίγμα, όπου οι εξωγενείς παράγοντες ήρθαν να συναντήσουν τους ενδογενείς, όπως τον κομβικό ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην κοινωνική ζωή.
Είναι αυτό ακριβώς το μίγμα που καλλιέργησε το έδαφος για μια τόσο έντονη δυσαρέσκεια στη ρουμανική κοινωνία, ικανής να δώσει στα κόμματα της πληθυντικής Ακροδεξιάς ένα ποσοστό άνω του 30% σε εκλογικό επίπεδο και το 35% των κοινοβουλευτικών εδρών.
Ο πυροκροτητής, ωστόσο, δεν ήταν άλλος από την απόφαση της Δικαιοσύνης –του Συνταγματικού Δικαστηρίου συγκεκριμένα- να επικυρώσει τον αποκλεισμό του ακροδεξιού Καλίν Γκεοργκέσκου από τις νέες προεδρικές εκλογές, οι οποίες πρόκειται να διεξαχθούν το Μάιο. Ο λόγος είναι ότι ο Γκεοργκέσκου έχει προβεί σε συγκεκριμένες δηλώσεις που αντίκεινται στην υποχρέωσή του να προστατεύσει ως πρόεδρος το Σύνταγμα και το δημοκρατικό πολίτευμα στη χώρα και ως εκ τούτου δεν του επιτρέπεται πλέον να θέσει υποψηφιότητα.
Η απόφαση έρχεται μετά την απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου να ακυρώσει τις προεδρικές εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου επειδή, όπως αποδείχθηκε ο Γκεοργκέσκου χρηματοδότησε με παράνομα μέσα την προεκλογική του εκστρατεία, ενώ στις διαδικασίες φέρεται να επενέβη και η Ρωσία μέσω κυβερνοεπιθέσεων προς όφελος του Γκεοργκέσκου. Σαν να μην έφτανε αυτό, λίγες μέρες μετά ακολούθησε ο αποκλεισμός της ομοϊδεάτισσσας του Γκεοργκέσκου και επικεφαλής του μικρότερου εθνικιστικού κόμματος S.O.S. Romania Ντιάνα Σοσοάκα, με το δικαστήριο να υιοθετεί το ίδιο σκεπτικό.
Πρόκειται για μια σειρά από εξελίξεις που έρχεται να διαταράξει, όχι μόνο το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, αλλά και τις σχέσεις του Βουκουρεστίου με τις Βρυξέλλες και κατ’ επέκταση την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική, καθώς είναι ευνόητο ότι και η παραμικρή σύνταξη των ευρωπαϊκών αρχών με τις αποφάσεις της ρουμανικής Δικαιοσύνης θα εκληφθεί πλέον ως μια ακόμη ωμή παρέμβαση στα εσωτερικά της χώρας. Και το πράγμα δεν σταματάει στα ευρωπαϊκά όρια, αφού η διαμάχη εμφυλοχωρεί στη συνολική αντιπαράθεση μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ.
Η περίπτωση Γκεοργκέσκου έλαβε διεθνείς διαστάσεις, όταν ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζέι Ντι Βανς, αναφέρθηκε σε αυτήν κατά τη Διάσκεψη του Μονάχου ως μία «απόδειξη» πως στην Ευρώπη δεν υπάρχει πλέον δημοκρατία – ο δε Γκεοργκέσκου απολαμβάνει επίσης τη στήριξη και του Ίλον Μασκ, ο οποίος πιστός στην ανάμειξή του στις εσωτερικές υποθέσεις ξένων κρατών αποκάλεσε «τύραννο» τον επικεφαλής της δικαστικής αρχής.
Προδιαγράφεται, έτσι, μια παράξενη εξωτερικότητα ως προς την ρουμανική πολιτική ζωή. Με τις Βρυξέλλες να διατείνονται πως επιθυμούν να εισέλθουν σε φάση ενηλικίωσης από τον ατλαντικό προστάτη και τις ΗΠΑ να χρησιμοποιούν την Ευρώπη ως παράδειγμα μιας αυταρχικής, γραφειοκρατικής ένωσης με μικρό σεβασμό προς τη δημοκρατική αρχή, το πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση στον βαλκανικό «γίγαντα», φαίνεται πως επιβεβαιώνει τη μοίρα της χώρας να καθίσταται προφητικό βαρόμετρο για την ευρύτερη περιοχή. Ως αποτέλεσμα, όπως κι αν εξελιχθούν σε άμεσο χρόνο τα πράγματα, οι γενεσιουργοί παράγοντες της κρίσης που ταλανίζει τη χώρα είναι πεισματικά παρόντες, απειλώντας να αναζωπυρώνουν τα ρεύματα συντηρητικοποίησης. Όπως επεσήμανε όμως και η δημοσιογράφος Ιοάνα Ενέ Ντόγκοϊου, «αυτό δεν σημαίνει πως τώρα όλα είναι μια χαρά και συνεχίζουμε όπως πριν. Βρισκόμαστε σε μία βαθιά κρίση, με μία πληγωμένη δημοκρατία, μία πολωμένη κοινωνία, απογυμνωμένους θεσμούς και μία βαθύτατη δυσπιστία των ψηφοφόρων προς την πολιτική ηγεσία. Αυτά είναι μείζονα προβλήματα, τα οποία ο Γκεοργκέσκου απλώς εκμεταλλεύτηκε. Και εφ’ όσον αυτά συνεχίσουν να υφίστανται, είναι θέμα χρόνου να βρεθεί ο επόμενος που θα τα εκμεταλλευτεί επίσης».