του Αντώνη Ν. Παπαβασιλείου
“Μα τι ζητούσε, τι γύρευε ο καπετάν Παντελής, ο Γιούκος, μέρα χαράς, σχόλης, να βγει με την σκούνα του απ’ το λιμάνι;”. Έλα μου ντε, αναρωτήθηκε μήνα Δεκέμβριο, του 2019 παρακαλώ, ο φιλότιμος αναγνώστης που ξεφύλλιζε -σχεδόν ανυπόμονα- νουβέλες και άλλα παράδοξα, περιμένοντας, υπομονεύων, σκεφτικός.
Είχε κρύο. Δυο εσπρεσάκια είχε πιει, το ένα ριστρέτο (αποτέλεσμα: ν’ ανάψει γερά ο λέβητας) περιμένοντας στο γωνιακό καφέ του Ροδόλφου. Φάτσα – κάρτα με τον ανδριάντα εκείνου του υποστράτηγου, του 40, πως τον λέγανε μωρέ; Έκοψε δυο, και τρείς!, βόλτες στα στενά. Κοιτούσε σχεδόν θυμωμένα το ίνμποξ του, εις το μέσσεντζερ. Τίποτα, ουδέν, νιέντε. Κι έτσι για να μην ξεπαγιάσει χώθηκε στο μαγαζί.
“Βιβλιοχαρτοπωλείον Η ΓΝΩΣΙΣ” (ιδρυθέν 1926). Από το Λύκειο, ακόμα, σύχναζε εκεί. Στην αρχή τα στοιχειώδη: γραφικά και τα τοιαύτα, φωτοτυπίες για το φροντιστήριο, σκονάκια για το σχολείο. Βοηθήματα, τα συνήθη. Κατόπιν, ερχόταν για τα περιοδικά. “Πτήση & Διάστημα”, τα πρώτα “Αστερίξ” με μετάφραση του Αργύρη κι εκείνα τα θεσπέσια του Β’ Παγκοσμίου, “Κράνος, Μάχη, Τάνκ, Έφοδος”. Αγόραζε (με χαρτζιλίκι εις δραχμάς) στρατιωτάκια. Τα πλαστικά, τα ωραία -διμοιρίες άγγλων, γερμανών, μπορεί να είχε και αμερικάνους πεζοναύτες. Ένας του είχε απομείνει. Μονάχα ένας, κουτσός πολυβολητής με Βίκερς. Τόσες μάχες ο φουκαράς, πόσο ν’ αντέξει; Και μετά τα βαριά. Ποιητικές συλλογές, διηγήματα, ανάσες της ζωής.
Τούνελ σωστό η ΓΝΩΣΙΣ, με ράφια πέρα δώθε και στοιβαγμένα τετράδια, χαρτικά, τόμους εγκυκλοπαιδειών δεμένους με κίτρινο σπάγκο. Μάζευαν χαλαρά σκόνη και εμπειρίες. Λοφίσκοι παντού. Πήγε παράμερα, αφού καλημέρισε την κυρία Μαρία. Θεσμός στην γειτονιά. Μορφή. Ποια γειτονιά, δηλαδή. Στην πόλη ολάκερη. Ερχόταν από μακριά. Κόρη, (μπας κι εγγονή;) του ιδρυτή. Τυπώθηκε -φαινόταν ξεκάθαρα- μαζί με την Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού. Έκδοσις Α΄.
Κατέβασε ένα-δυο τόμους με ναυτικά διηγήματα. Εκείνους όπου οι ξυλογραφίες μύριζαν αλάτι και λιμανίσιο καφέ. Ετοιμαζόταν… Το ίνμποξ ελάλησε, βόγγηξε. Κατέφθασε δέμα με νέα. “Έρχομαι σε μια ώρα. Σόρρυ. Ση γιου”.
-Να σε φτιάξω ένα καφέ Άρη;
Τον ήξερε από πιτσιρικά.
-Ευχαριστώ κυρία Μαρία.
– Μέτριο, έτσι;
Εμ, πως αλλιώς σκέφτηκε. Οι μικρές οικειότητες ούτε γερνάν, ούτε αλλάζουν.
Τα πιτσιρίκια, δυο κοριτσάκια κι ένα αγόρι, μπήκαν με τσαγανό.
-Να τα πούμε;
Δυό – τρεις στροφές μετά, έφευγαν με συνάλλαγμα, μελομακάρονα και παραμυθάκια τυπωμένα Εν Αθήναις. Καλό μεροκάματο της παραμονής.
Τον καφέ τον ήπιαν σε μικρό πάγκο γυάλινο. Προθήκη με μελάνια και μολύβια. L & C HARDTMUTH. Δεν μιλούσαν. Άκουγαν τα χαρτιά γύρω τους να λένε ιστορίες, κάλαντα, αινίγματα.
Ένα ζευγάρι μπήκε ζητώντας ανταλλακτικά για στυλό και δυο λυσάρια της έκτης δημοτικού. Ρώτησαν και για το νέο μυθιστόρημα, το πολυσυζητημένο. Έφυγαν με διηγήματα του Καρκαβίτσα και δυο σπέσιαλ μελομακάρονα.
Τότε, κατέβασε η κυρά Μαρία ένα κουτί. Τυλιγμένο παιχνιδιάρικα με χαρτί χριστουγεννιάτικο fifties. Φάτνες, δενδράκια, ένα έλκηθρο. Το άνοιξε. Έβγαλε από τη φωλιά ένα βιβλίο, από τα πολλά. Βυσσινί θα το λεγες.
-Πάρτο. Χρόνια πολλά! Το είχαμε τυπώσει σε μονοτυπία το 1963. Διάβασε το αύριο, χρονιάρα μέρα, να γιορτάσεις, να πιεις κι ένα κρασί για μένα.
Σηκώθηκε ντροπαλά, χαιρέτησε.
Χάιδεψε τον τίτλο. “Βαρυχειμωνιά”. Αλέξανδρου Μωραϊτίδη.
Αφήνοντας πίσω το βιβλιοπωλείο, κοίταξε το κινητό. Προλάβαινε μια χαρά. Σε λίγο ξαναμπήκε.
-Χρόνια πολλά κυρία Μαρία κι ευχαριστώ για όλα!
Άφησε πάνω στον πάγκο κουτί με ζεστά κουλούρια, από τον φούρνο του Αγραφιώτη. Τα περίφημα.
Ξημέρωνε γιορτή κι άκουγε, πια, το τραγούδι της.
(Περιοδ. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ)