Το Οικουμενικό Πατριαρχείο που αντιμετώπιζε στις αρχές του 20ου αιώνα τον κίνδυνο διάσπασης της Εκκλησίας από τους Βουλγάρους και ρουμανίζοντες έπρεπε να αντιδράσει άμεσα και αποτελεσματικά. Γι’ αυτό αποφάσισε στις Μητροπόλεις των περιοχών που ήταν οι πιο ευάλωτες να στείλει τους καλύτερους ιεράρχες που διέθετε. Έτσι στην Καστοριά τοποθέτησε το Γερμανό Καραβαγγέλη, στο Μοναστήρι (Πελαγονία) τον Ιωακείμ Φορόπουλο, στη Δράμα το Χρυσόστομο Καλαφάτη και στα Γρεβενά για τους ρουμανίζοντες τον Αγαθάγγελο Κωνσταντινίδη (Οκτώβριος 1901).
Ο μητροπολίτης Αγαθάγγελος Κωνσταντινίδης [κατά κόσμον Στυλιανός Κωνσταντινίδης] γεννήθηκε το 1864 στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Ήταν απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής Χάλκης και το 1892 ως υπότροφος της Σχολής μετέβη στην Ευρώπη προς συμπλήρωση των σπουδών του. Επί τετραετία επιδόθηκε στη σπουδή των Νομικών παρακολουθώντας μαθήματα στα Πανεπιστήμια Βερολίνου και Παρισίων και μετά το πέρας των σπουδών του μετέβη στο Λονδίνο για εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας. Το 1896 εκλήθη στην Θεολογική Σχολή Χάλκης, για να αναλάβει καθήκοντα καθηγητή Νομικών. Τον Οκτώβριο του 1901 προήχθη σε μητροπολίτη και τοποθετήθηκε στη Μητρόπολη Γρεβενών.
Είχε μέσα του τη φλόγα του επαναστάτη ιεράρχη. Από τη στιγμή που ανέλαβε τη Μητρόπολη οργάνωσε και διηύθυνε με αποφασιστικότητα και αυταπάρνηση τον αγώνα κατά των πρακτόρων της ρουμανικής προπαγάνδας. Διετέλεσε διαδοχικά μητροπολίτης Γρεβενών (1901-1910), Δράμας (1910-1922), Νεοκαισαρείας (1922 – 1924), Πριγκιποννήσων (1924-1927) και Χαλκηδόνος (1927-1932). Τον Ιούνιο του 1932 υπέβαλε παραίτηση για λόγους υγείας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο του απένειμε τιμητικά τον τίτλο του μητροπολίτη Εφέσου. Απεβίωσε στην οικία του στη Χάλκη στις 16 Αυγούστου 1935, όπου και ενταφιάστηκε.
Από τον Αύγουστο του 1904 παρατηρούμε μια μεταβολή της κατάστασης που επικρατούσε στη Δυτική Μακεδονία. Άρχισαν να εισέρχονται στο οθωμανικό έδαφος το ένα μετά το άλλο τα ένοπλα σώματα που έστελνε η Κυβέρνηση των Αθηνών και το Μακεδονικό Κομιτάτο, με σκοπό να συνεργαστούν με τους ντόπιους, για να αντιμετωπίσουν από κοινού τη βουλγαρική και τη ρουμανική απειλή. Πρώτο σώμα που εισήλθε στα τέλη Αυγούστου ήταν του Παύλου Μελά, το οποίο κατευθύνθηκε προς τα σλαβόφωνα χωριά της Καστοριάς, για να αντιμετωπίσει τους Βουλγάρους.
Για την καλύτερη εξυπηρέτηση και έγκαιρη προώθηση των ελληνομακεδονικών σωμάτων από την Αθήνα προς τη Δυτική Μακεδονία, το Κομιτάτο Αθηνών ίδρυσε προωθημένα Κέντρα στο Βόλο, στη Λάρισα και στα Τρίκαλα. Από αυτά το Κέντρο Τρικάλων (κωδικός «Παρμενίων») με επικεφαλής το λοχαγό πεζικού Αλκιβιάδη Οικονομίδη ήταν εκείνο που ρύθμιζε τα θέματα των Γρεβενών και την πορεία των σωμάτων από την Καλαμπάκα μέχρι τη σλαβόφωνη ζώνη.
Οι ενέργειες για την αποστολή αγγελιαφόρων, οδηγών, απόκρυψη όπλων και πυρομαχικών στην επαρχία Γρεβενών γίνονταν στην αρχή από το μητροπολίτη Αγαθάγγελο, που έφερε την κωδική ονομασία «Ανώνυμος».
Το πρόβλημα των Γρεβενών δεν ήταν οι Βούλγαροι, γιατί δεν υπήρχε στην περιοχή κανένα σλαβόφωνο χωριό, αλλά οι ρουμανίζοντες των βλαχόφωνων χωριών Αβδέλλας, Περιβολιού, Σαμαρίνας και Κρανιάς, οι οποίοι αντιμάχονταν τα εθνικά συμφέροντα, συνεργάζονταν με τις τουρκικές αρχές, πρόδιδαν τις κινήσεις των εισερχομένων ελληνικών σωμάτων και είχαν κηρύξει αμείλικτο πόλεμο εναντίον του μητροπολίτη Γρεβενών Αγαθαγγέλου.
Στις αρχές του Ιουνίου 1905 το Μακεδονικό Κομιτάτο, μετά από αίτημα του μητροπολίτη Γρεβενών Αγαθαγγέλου, διέθεσε στη Μητρόπολη Γρεβενών 10 ένοπλους άνδρες, τους οποίους παρέλαβαν από τα Τρίκαλα ο αγγελιαφόρος της Μητρόπολης Κωνσταντίνος Ρίζος από τη Σαμαρίνα και ο μακεδονομάχος Κωνσταντίνος Δημάκης ή Μπούρας από το Μαυρονόρος. Ο μητροπολίτης όρισε οπλαρχηγό το Ρίζο, ο οποίος έφερε έκτοτε το ψευδώνυμο «Ξανθόπουλος ή Ξάνθος» και υπαρχηγό το Δημάκη. Το σώμα του Ξανθόπουλου, που συνολικά με τους ντόπιους είχε δύναμη 15 ανδρών, λημέριαζε κοντά στην πόλη των Γρεβενών και είχε ως κύρια αποστολή την προστασία του μητροπολίτη από τους ρουμανίζοντες. Το απαιτούμενο χρηματικό ποσό (16 λίρες μηνιαίως) για τη μισθοδοσία των ανδρών το διέθετε το Προξενείο Μοναστηριού.
Τον Ιούλιο του 1905 το Κομιτάτο των Αθηνών έστειλε στην περιοχή Γρεβενών τον υπίλαρχο Πέτρο Μάνο ή καπετάν Βέργα με σώμα 45 ανδρών με αποστολή να μεταβεί πρώτα στην Αβδέλλα και να συλλάβει 14 επικίνδυνους ρουμανίζοντες, τους οποίους και να τιμωρήσει παραδειγματικά και στη συνέχεια να προχωρήσει προς τη σλαβόφωνη ζώνη της Καστοριάς. Ο καπετάν Βέργας εισήλθε στο οθωμανικό έδαφος από την περιοχή Αγιοφύλλου και είχε οδηγό τον καταγόμενο από το Σπήλαιο οπλαρχηγό Διαμάντη Μάνο (Κόκκινο). Ο Διαμάντης οδήγησε το σώμα στην Ιερά Μονή Σπηλαίου, με σκοπό να προετοιμαστεί για την επιχείρηση της Αβδέλλας. Εκεί μετέβη για ενίσχυση και ο Ξανθόπουλος με την ομάδα του. Τη νύχτα 22/23 Ιουλίου το σώμα του Βέργα εισήλθε στην Αβδέλλα, για να συλλάβει τα άτομα που του είχε δώσει εγγράφως το Κομιτάτο, αλλά βρήκε μόνο τρεις, τους οποίους συνέλαβε και την επόμενη ημέρα τους εκτέλεσε στο όρος Βασιλίτσα. Οι άλλοι φαίνεται να είχαν πληροφορηθεί για την άφιξη του σώματος και απομακρύνθηκαν έγκαιρα από το χωριό. Ο Ξανθόπουλος δεν επέστρεψε στα Γρεβενά, αλλά συνέχισε την πορεία του προς τα Καστανοχώρια και εντάχθηκε στο σώμα του Μάλλιου. Για την επιχείρηση της Αβδέλλας οι ρουμανίζοντες προσπάθησαν να επιρρίψουν ευθύνες και στο μητροπολίτη Αγαθάγγελο, λέγοντας ότι συνεργάστηκε με τον καπετάν Βέργα.
Επειδή με την απομάκρυνση του Ξανθόπουλου η Μητρόπολη των Γρεβενών έμεινε αφύλακτη, ο υπεύθυνος του Κέντρου Τρικάλων, λοχαγός Αλκιβιάδης Οικονομίδης, με εντολή του Μακεδονικού Κομιτάτου, διέθεσε στο μητροπολίτη Αγαθάγγελο ένα σώμα 14 ανδρών με οπλαρχηγό το Νικόλαο Θούα, καταγόμενο από το χωριό Βλαχάβα Καλαμπάκας. Τη μισθοδοσία των ανδρών την είχε αναλάβει η Μητρόπολη και τον οπλισμό με τον ιματισμό το Κέντρο Τρικάλων.
Με το μητροπολίτη Αγαθάγγελο είχαν στενή συνεργασία και δύο αξιόλογες προσωπικότητες και δημογέροντες των Γρεβενών, ο Γεώργιος Μπούσιος και ο Νικόλαος Κουσίδης. Εκτός από τη συνεργασία με τους ανωτέρω δημογέροντες, ο Αγαθάγγελος είχε αλληλογραφία και με το Προξενείο Ελασσόνας με το ψευδώνυμο «Στυλιανός», το οποίο ήταν το βαφτιστικό του όνομα.
Ο Αγαθάγγελος, ιεράρχης με εξαιρετικές ικανότητες, οργάνωσε και διηύθυνε με αποφασιστικότητα και αυταπάρνηση τον αγώνα κατά των πρακτόρων της ρουμανικής προπαγάνδας. Η δυναμική παρουσία του στο χώρο της Εκκλησίας και της Παιδείας, δεν άφηνε περιθώρια αποτελεσματικής δράσης των ρουμανιζόντων, γι’ αυτό έπρεπε να βρουν τρόπο να τον απομακρύνουν από τη Μητρόπολη. Έτσι, τον συκοφάντησαν στην Οθωμανική Πύλη ότι εξεγείρει το λαό σε επανάσταση και ότι συνεργάζεται με τα ελληνομακεδονικά σώματα που εισέρχονταν στη Δυτική Μακεδονία.
Ύστερα από τη συκοφαντία αυτή το τουρκικό Υπουργείο Δικαιοσύνης και Θρησκευμάτων απέστειλε στις 23 Ιουνίου 1905 προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη έγγραφο με το οποίο κατηγορούσε τον Αγαθάγγελο για τα ακόλουθα:
- Κατά την περιοδεία του στα χωριά εκφωνεί λόγους και ερεθίζει τα πνεύματα του λαού.
- Φέρεται καταπιεστικά προς τους Βλάχους.
- Έρχεται σε επαφή με μεταμφιεσμένο Έλληνα αξιωματικό.
- Καλεί από την Ελλάδα ύποπτα πρόσωπα και τα διορίζει ιερείς.
- Είχε συνέντευξη στην Ελασσόνα με τον Έλληνα Πρόξενο.
Ο Αγαθάγγελος, όμως, όταν έλαβε γνώση των παραπάνω καταγγελιών, δεν έδωσε σημασία, και συνέχισε τον αγώνα του. Για το λόγο αυτό το Υπουργείο Δικαιοσύνης με τα έγγραφα που διαβίβασε στις 25 και 26 Ιουλίου στο Πατριαρχείο ζήτησε να γίνει σύσταση σ’ αυτόν «να αποφεύγει τα τοιαύτα ύποπτα κινήματα και να μην περιφέρεται εις τα χωρία», και παράλληλα συνέστησε στις επιτόπιες αρχές να τον εμποδίζουν, αν παρακούσει.
Οι τουρκικές αρχές συνεργαζόμενες με τους ρουμανίζοντες άρχισαν να περιορίζουν τις θρησκευτικές δραστηριότητες του μητροπολίτη. Στις 25 Οκτωβρίου 1905, παραμονή της εορτής του Αγίου Δημητρίου, ο Αγαθάγγελος είχε μεταβεί στο Μεγάλο Σειρήνι για να ιερουργήσει και την επομένη να χειροτονήσει ιερέα. Τότε ο καϊμακάμης (έπαρχος) έστειλε τμήμα στρατού, με επικεφαλής μουλιαζίμη (ανθυπολοχαγό), και τον υποχρέωσε να επιστρέψει αμέσως στα Γρεβενά, γιατί είχε εκδώσει διαταγή ο Γενικός Επιθεωρητής Μακεδονίας Χιλμή Πασάς, που έλεγε ότι ο Αγαθάγγελος δεν θα απομακρύνεται από την έδρα του.
Λίγες ημέρες μετά, στις αρχές Νοεμβρίου 1905, στήθηκε η συνομωσία απομάκρυνσης του Αγαθαγγέλου από τα Γρεβενά. Κάποιος πληροφοριοδότης, στον οποίο είχαν διοχετευθεί έντεχνα πληροφορίες από τη ρουμανική προπαγάνδα, πήγε στον Πρόξενο Ελασσόνας Λάμπρο Ενυάλη και του ανέφερε ότι ο μητροπολίτης Αγαθάγγελος, επειδή φοβόταν τυχόν καταδίκη του για την κατηγορία που του απέδιδαν οι τουρκικές αρχές αποφάσισε να δραπετεύσει από τα Γρεβενά και να καταφύγει στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, γεγονός το οποίο δεν είχε καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Την πληροφορία αυτή ο Πρόξενος Ελασσόνας, χωρίς να την επιβεβαιώσει, την έστειλε αμέσως στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας, το οποίο με τη σειρά του ενημέρωσε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Το Πατριαρχείο θορυβήθηκε για την τροπή που θα έπαιρναν τα πράγματα και το δεύτερο 15νθήμερο του Νοεμβρίου 1905 τηλεγράφησε στον Αγαθάγγελο να μεταβεί για υπηρεσιακούς λόγους στην Κωνσταντινούπολη, αφήνοντας στη Μητρόπολη ως αρχιερατικό επίτροπο τον πρωτοσύγκελο Αθανάσιο Τσάμη.
Την άφιξη του Μητροπολίτη Γρεβενών στην Κωνσταντινούπολη οι ανταποκριτές των ευρωπαϊκών εφημερίδων και κυρίως των ρουμανικών τη χαιρέτησαν σαν θρίαμβο της ρουμανικής διπλωματίας.
Το Δεκέμβριο ο Αγαθάγγελος δικάστηκε από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου για την κατηγορία που του απέδιδαν οι Τούρκοι και αθωώθηκε.
Ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ έστειλε τότε μια επιτροπή του Πατριαρχείου στο Μέγα Βεζίρη (δεύτερος στην ιεραρχία μετά το Σουλτάνο, δηλαδή τίτλος αντίστοιχος του πρωθυπουργού), για να τον ενημερώσει ότι ο Αγαθάγγελος παραπέμφθηκε σε δίκη και αθωώθηκε από τις κατηγορίες που τον βάρυναν, γι’ αυτό έπρεπε να επιστρέψει στην έδρα του, στα Γρεβενά.
Ο Μέγας Βεζίρης απάντησε ότι δεν πρόκειται να αφήσει τον Αγαθάγγελο να επιστρέψει στην έδρα του, γιατί τον θεωρεί επικίνδυνο για την ησυχία του τόπου. Τότε η επιτροπή του Πατριαρχείου του υπενθύμισε ότι σύμφωνα με τα προνόμια της Εκκλησίας, υπεύθυνη, για να τον κρίνει ήταν η Ιερά Σύνοδος, και εφόσον αυτή τον αθώωσε, δεν μπορεί να του επιβληθεί ποινή από το Οθωμανικό Κράτος. Ο Βεζίρης τότε είπε ότι το προνόμιο που είχε μέχρι τότε η Εκκλησία καταργήθηκε με τον τελευταίο ιραδέ (σουλτανικό διάταγμα), ο οποίος προβλέπει ότι εφόσον κατηγορείται Επίσκοπος αρμόδια, για να τον δικάσουν είναι τα τουρκικά δικαστήρια της περιοχής του. Το διάταγμα αυτό, που φωτογράφιζε την περίπτωση του Αγαθαγγέλου, σήμαινε ότι εφόσον αυτός επέστρεφε στα Γρεβενά θα δικαζόταν από τα τουρκικά δικαστήρια, οπότε ήταν βέβαιη η καταδίκη του.
Ο Ρουμάνος Πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Αλέξανδρος Λαχωβάρης, διακήρυττε δημόσια ότι τυχόν επάνοδος του μητροπολίτη Γρεβενών στην επαρχία του θα έμοιαζε με πραξικόπημα κατά της Ρουμανίας.
Ύστερα από αυτό, το Πατριαρχείο αναγκάστηκε να κρατήσει στην Κωνσταντινούπολη τον Αγαθάγγελο και να του αναθέσει καθήκοντα Συνοδικού, αφήνοντας τη Μητρόπολη Γρεβενών ακέφαλη, με αποτέλεσμα να αλωνίζουν ανενόχλητοι την περιοχή οι ρουμανίζοντες.
Από το Νοέμβριο του 1905 μέχρι τον Ιούλιο του 1908 ο μητροπολίτης Αγαθάγγελος βρισκόταν εκτοπισμένος στην Κωνσταντινούπολη. Μετέβη στη Μητρόπολη Γρεβενών δύο μήνες μετά την επικράτηση των Νεοτούρκων, το Σεπτέμβριο του 1908. Στη συνέχεια βλέπουμε ότι από τον Οκτώβριο του 1908 μέχρι τον Αύγουστο του 1909 απουσίαζε από τα Γρεβενά, διαμένοντας συνέχεια στην Κωνσταντινούπολη ως μέλος της Ιεράς Συνόδου. Μετά τη λήξη της θητείας του στα συνοδικά καθήκοντα αντικαταστάθηκε από το μητροπολίτη Ελασσόνας και επέστρεψε στην έδρα του. Τις πράξεις του Μικτού Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου Γρεβενών από τον Οκτώβριο του 1908 μέχρι τις 17/08/1909 τις υπογράφει ο αρχιερατικός επίτροπος πρωτοσύγκελος Αθανάσιος Τσάμης.
Παρότι ο Αγαθάγγελος ήταν ευνοϊκά διακείμενος στους Νεότουρκους, το παράρτημά τους στα Γρεβενά, που είχε αρχηγό τον έφεδρο λοχαγό Μπεκήρ αγά, το μήνα Ιανουάριο του 1910 του απαγόρευσε την περιοδεία του στα χωριά. Η άρση της απαγόρευσης έγινε μετά ένα μήνα με διαταγή του Βαλή Μοναστηρίου Χαλήλ βέη, ο οποίος αναγνώρισε την αδικία σε βάρος του.
Το Πατριαρχείο, βλέποντας τη δυσμενή θέση που είχε περιέλθει ο Αγαθάγγελος από τους Νεότουρκους των Γρεβενών, οι οποίοι επηρεάζονταν από τους ρουμανίζοντες, θεώρησε επιβεβλημένο να τον απαλλάξει από τυχόν μελλοντικά προβλήματα που θα του δημιουργούσαν στην ενάσκηση των καθηκόντων του και γι’ αυτό το Μάρτιο του 1910 τον τοποθέτησε στη Μητρόπολη Δράμας, στη θέση του Χρυσοστόμου Καλαφάτη, ο οποίος είχε μετατεθεί στη Σμύρνη. Στη Μητρόπολη Γρεβενών τοποθετήθηκε ο Αιμιλιανός Λαζαρίδης, ο οποίος συνέχισε την πολιτική του Αγαθαγγέλου, με αποτέλεσμα να υποστεί επώδυνο θάνατο.