Οἱ Τοῦρκοι ἔφθασαν στήν περιοχή Γρεβενῶν περί τό 1390. Πότε ἀκριβῶς
καταλήφθηκαν τά φρούρια τῶν Γρεβενῶν δέν μᾶς εἶναι γνωστό. Μποροῦμε ὅμως
νά βεβαιώσουμε ὅτι καταλήφθηκαν ὕστερα ἀπό ἀντίσταση κατά τοῦ κατακτητοῦ
καί κατά διάφορες χρονικές στιγμές. Ἀρχικά κυριεύτηκαν, μετά ἀπό ἀντίσταση, τά
φρούρια τοῦ Τσουρχλίου καί τοῦ Παληογλᾶ, κοντά στό Δασάκι. Καί τά δύο ὀχυρά
τοῦ Παληογλᾶ ἔχουν πυρποληθεῖ. Στό φρούριο, στό ὕψωμα τοῦ Τσουρχλίου,
βρέθηκαν μεταλλικά βλήματα τηλεβόλου καί καμμένη γῆ. Κατά τήν παράδοση ὁ
ἐπισκοπικός ναός τῆς πόλεως τοῦ Γρεβενοῦ, πρός τιμήν τῆς ἁγίας Παρασκευῆς,
μετατράπηκε σέ τζαμί, ἀπόδειξη ἀντιστάσεως. Τά φρούρια τῆς ὀρεινῆς περιοχῆς
κυριεύτηκαν μεταγενέστερα, καθώς οἱ ἀμυνόμενοι εἶχαν ὡς πλεονεκτήματα τόν
ποταμό Βενέτικο καί τό δασῶδες αὐτῆς. Τό γεγονός ὅτι δέν ἔχουν καταχωριστεῖ
τόσο στόν κώδικα τῆς Ζάμπορντας, στήν ἀρχική γραφή, ὅσο καί στά φορολογικά
κατάστιχα τῆς ἐπαρχίας Γρεβενῶν τῶν ἐτῶν 1564 και 1579 οἱ οἰκισμοί Σπήλαιο
καί Κάστρο, κατ’ ἐξοχήν ὀχυροί, μαρτυρεῖ ὅτι οἱ κατακτητές, μετά τήν ἅλωσή τους,
φόνευσαν ἤ πούλησαν ὡς δούλους τους ὑπερασπιστές τους. Πότε συνέβη αὐτό;
Πολύ πιθανόν μετά τήν ἅλωση τῆς Θεσσαλονίκης καί τῶν Ἰωαννίνων, πού
συνέβη τό 1430. Ἡ κίνηση τῶν ὀθωμανικῶν στρατευμάτων πρός τήν Ἤπειρο,
ἔγινε μέσω Γρεβενῶν διά τοῦ Ζυγοῦ, στήν Πίνδο ὅμως ὑπῆρχαν ἀκόμη ἐδῶ
ἑστίες ἀντιστάσεως. Τήν ἄνοιξη τοῦ 1444 ὁ δεσπότης τοῦ Μορέως,
Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ὁ μετέπειτα αὐτοκράτωρ, προέλασε στή Θεσσαλία,
ὅπου δέχθηκε θερμή τή συμπαράσταση τῶν Βλάχων καί Κουπατσάρων τῆς
Πίνδου, οἱ ὁποῖοι παραχείμαζαν ἐκεῖ. Ὀργανώθηκαν τότε στρατιωτικά τμήματα μέ
ὀρεσίβιους ἐθελοντές.
Οἱ κάτοικοι τῆς Πίνδου συνέχισαν νά ἀντιστέκονται καί μετά τήν ἅλωση τῆς
Κωνσταντινουπόλεως. Ἀναφέρεται μάλιστα ὅτι τό 1458 εἰσέβαλαν στή Θεσσαλία
καί κατέστρεψαν κάποια τουρκικά χωριά. Αὐτό ἀνάγκασε τόν σουλτάνο Μουράτ
νά ἱδρύσει τό πρῶτο ἀρματολίκι στήν ὀρεινή Θεσσαλία. Οἱ Βλάχοι ὑποτάχθηκαν
ὁριστικά στούς Τούρκους περί τό 1480 ὑπό τόν ὅρο νά ὑπάγονται διοικητικά στή
βασιλομήτορα καί νά αὐτοδιοικοῦνται. Κύριους λόγους τῆς ὑποταγῆς θεωροῦμε
1. Τήν ἀνάγκη μετακίνησης τῶν κτηνοτρόφων γιά παραχείμαση σέ πεδινούς
τόπους καί 2. Τήν ἀνάγκη προμήθειας ἅλατος γιά τά αἱγοπρόβατα. Ὁ σουλτάνος
Μωάμεθ καθιέρωσε τό μονοπώλειο τοῦ ἅλατος καί ὅρισε αὐστηρότατες ποινές
γιά τούς λαθροδιακινητές αὐτοῦ.
Τό ἀρματολίκι ἦταν διοικητική περιφέρεια, στήν ὁποία ὁ κατακτητής
ἀνέθετε τήν ἀσφάλεια τῶν κινήσεων σέ ἐντόπιο ὁπλαρχηγό παρέχοντας ἐγγύηση
ὅτι αὐτός θά εἶχε ἐλευθερία κινήσεων, ἐνῶ παράλληλα θά ἦταν ὑπεύθυνος γιά
τήν τάξη καί τήν ἀσφάλεια στήν περιοχή. Ἡ λέξη ἀρματολός εἶναι βλαχική ἀπό τό
λατινικό armatus (ὁπλισμένος) με την ἐπίταξη τοῦ ἄρθρου lu τῆς βλαχικῆς. Ἦσαν
οἱ armati φύλακες τῶν ὁδικῶν κόμβων καί τῶν ὀρεινῶν διαβάσεων κατά τή
ρωμαϊκή, ἀλλά καί βυζαντινή ἐποχές. Τά σημεῖα αὐτά ἐπί τουρκοκρατίας ἔλαβαν
τό ὄνομα ντερβένια. Κάθε ἀρματολός φρόντιζε γιά τήν κατάρτιση ἐνόπλου
σώματος, τό ὁποῖο ἐμισθοδοτεῖτο ἀπό τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς, τή
φορολογία τῶν διερχομένων ἐμπόρων καί τῶν μοναστηριῶν. Ὁ ὁπλαρχηγός
ἐπιλεγόταν μεταξύ τῶν δρώντων στήν παρανομία ἀνταρτῶν, πού ἔγιναν γνωστοί ὡς Κλέφτες. Μέ τήν ἐπιλογή ὁ κατακτητής στόχευε καί στήν ἀποδυνάμωση τῶν
ἀνυποτάκτων διεγείροντας ἀντιζηλίες, τίς ὁποῖες ἐνίσχυε ἡ κατά καιρούς
ἀντικατάσταση τῶν ἀρματολῶν μέ ἄλλους.
Ὑπῆρχε ἡ παράδοση στήν περιοχή Μοναχιτίου-Μικρολιβάδου ὅτι ἡ μονή
τοῦ Ἁγίου Νικολάου Μοναχιτίου ἦταν καταφύγιο Κλεφτῶν, γι’ αὐτό καί
καταστράφηκε. Πότε ὅμως συνέβη αὐτό δέν γνωρίζουμε. Οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ
Κυρακαλίτσα, κοντά στό Μικρολίβαδο, εἶχαν ἀπηυδήσει ἀπό τήν πίεση τόσο τῶν
Κλεφτῶν ὅσο καί τῶν διωκτικῶν ἀποσπασμάτων καί μέρος αὐτῶν ἀποφάσισε νά
ἐξισλαμισθεῖ ζητώντας ἀπό τούς κατακτητές νά τούς παραχωρήσει γῆ γιά ἵδρυση
νέου οἰκισμοῦ μακριά ἀπό τήν περιοχή δράσης τῶν Κλεφτῶν. Πότε ἔγινε αὐτό
μᾶς ἦταν ἄγνωστο. Ἡ πρόσφατη ἀνεύρεση στά ὀθωμανικά ἀρχεῖα τῆς
Κωνσταντινούπολης δύο φορολογικῶν καταστίχων τῆς ἐπαρχίας Γρεβενῶν
ἔδωσε τήν ἀπάντηση. Τό 1564 ἔχουν καταχωριστεῖ τόσο ἡ Κυρακαλίτσα, ὅσο καί
ἡ γνωστή μας σήμερα Κυρακαλή. Ἄρα ὑπῆρχε ὀργανωμένη δράση τῶν Κλεφτῶν
ἤδη κατά τό Α΄μισό τοῦ 16 ου αἰώνα. Περί τά μέσα αὐτοῦ τοῦ αἰώνα μέ τούς
Κλέφτες ἐπικοινώνησαν ἀπεσταλμένοι τοῦ βασιλιᾶ τῆς Πολωνίας Σιγισμούνδου,
ὅπως μαρτυροῦν νομίσματα πού βρέθηκαν τόσο στήν ἐπαρχία μας, ὅσο καί στόν
ἠπειρωτικό χῶρο. Οἱ Κλέφτες ἔδρασαν ἐντονότερα μέ τήν ὑποκίνση
ἀπεσταλμένων δυτικῶν ἡγεμόνων ἰδίως τόν καιρό τῆς ναυμαχίας τῆς Ναυπάκτου
(1571). Ἀκολούθησαν ἀθρόες σφαγές. Ἀρκετοί νέοι σύρθηκαν αἰχμάλωτοι ὡς
κωπηλάτες στα πολεμικά ὀθωμανικά πλοῖα. Τό γεγονός διέσωσε τραγούδι, πού
τραγουδιόταν στά χωριά τῆς Πίνδου.
Στίς ἀρχές τοῦ 17 ου αἰώνα ἡ περιοχή ἀναστατώθηκε γιά μία ἀκόμη φορά
κατά τίς ἄτυχες ἐξεγέρσεις τοῦ μητροπολίτου Λαρίσης Διονυσίου (1601 καί 1611).
Θεωροῦμε ἀπίθανο νά κίνησε αὐτός τήν ἐξέγερση δίχως νά ἔλθει σέ ἐπαφή μέ
τούς ἀνυπότακτους ὀρεσίβιους πολεμιστές, πού τόσο κοντά στή μητρόπολή του
δροῦσαν. Πρῶτος γνωστός Κλέφτης εἶναι ὁ Δούκας ἀπό τό Περιβόλι, ὁ ὁποῖος
εἶχε καταφύγιο τή μονή τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ τοῦ οἰκισμοῦ. Οἱ κατακτητές διέλυσαν
την ὁμάδα τῶν Κλεφτῶν, ἐφόνευσαν τόν Δούκα καί πυρπόλησαν τό μοναστήρι.
Ὑπάρχει καί ξένη πηγή, στήν ὁποία μαρτυρεῖται ἡ δράση Κλεφτῶν στήν Πίνδο. Ὁ
Γάλλος Dechayes, ἀπεσταλμένος τοῦ βασιλιᾶ του στήν Κωνστατινούπολη,
ἔγραψε: «Ἄν ἐπιχειροῦσε κάποιος στά 1621 νά φθάση στή Θεσσαλονίκη
ξεκινώντας ἀπό τίς ἠπειρωτικές ἀκτές καί διασχίζοντας τή σπαρμένη μέ βουνά
δυτική Ἑλλάδα, τή γεμάτη κλέφτες, θά ἔπρεπε νά εἶναι βέβαιος ὅτι κινδύνευε νά
πέσει στά χέρια τους». Γράφει ὁ Περραιβός: «Ἐάν αὐτοί οἱ κατά καιρόν
χρηματίσαντες Καπιτανέοι, δέν ἀντιστέκοντο μεγαλοψύχως εἰς τούς τυράννους,
ἤθελον ἰδῶμεν καί αὐτά τά βουνά καί δυσβάτους τόπους (ὁπού τώρα κατοκοῦν
μόνο χριστιανοί) νά κατοικῶνται ἀπό τούς ἰδίους Τούρκους».
Κατά το Α΄ μισό τοῦ 17 ου αἰώνα ὑπῆρξε κίνηση πρός ὑποστήριξη κάποιου
ὀνόματι Ζαχιά, γυιοῦ σουλτάνου καί Ἑλληνίδας, νά καταλάβει τόν σουλτανικό
θρόνο. Ὁ Ζαχιά βαπτίστηκε χριστιανός και συνεργάστηκε για διάστημα μέ τόν
ὀνομαστό στήν κεντρική Βαλκανική Κλέφτη Βέργο, τοῦ ὁποίου ὁ πατέρας
καταγόταν ἀπό τήν ἐπαρχία Γρεβενῶν. Δύο ὀνόματα ἀρματολῶν, πού εδρασαν
καί στήν ἐπαρχία Γρεβενῶν κατά το Β΄μισό τοῦ 17 ου αἰώνα μᾶς εἶναι γνωστά, τῶν
Μεΐντάνη καί Ζήδρου. Τό 1695 ὁ Μεϊντάνης ξαναέγινε Κλέφτης καί λίγο ἀργότερα φονεύθηκε μέ δόλο στά Τρίκαλα. Ὁ Ζῆδρος εἶχε τά λημέρια του στόν Ὄλυμπο,
ἀλλά γιά διάστημα ἡ δικαιοδοσία του ἔφθανε ὥς τά Γρεβενά.
Περί τά τέλη τοῦ 17 ου αἰώνα οἱ ἀρματολοί ἔφθασαν νά ἐπιβαρύνουν πολύ
τούς κατοίκους, μέ τίς ἀπαιτήσεις τους, κυρίως ἀπό τούς διερχόμενους ἐμπόρους
καί τούς πλουσίους τοῦ τόπου, μέ συνέπεια νά διαμαρτυρηθοῦν αὐτοί στό
σουλτάνο. Ἴσως καί ἡ δύναμη τῶν ἀρματολῶν νά εἶχε ἀνησυχήσει τούς
Ὀθωμανούς. Γι’ αὐτό ἀποφάσισαν τήν ἀντικατάστασή τους μέ μωαμεθανούς,
μεταξύ τῶν ὁποίων καί Ἀλβανούς. Ἡ καταπίεση αὐτῶν ὑπῆρξε ἀφόρητη, ὥστε
νά΄εἰσέλθει στή νεοελληνική γλώσσα ἡ φράση «μοῦ ἔγινε δερβέναγας».
Ἐνθύμηση τῶν ἀρχῶν τοῦ 18 ου αἰώνα μᾶς ὁδηγεῖ σέ μεγάλη οἰκογένεια
Κλεφτῶν καί ἀρματολῶν: «+1712 Μαρ(τ)ίου 29 ἐσκότοσαν τον Μά(ν)ταλον». Οἱ
Μάνταλοι κατάγονταν ἀπό τό Περιβόλι. Τόν αἰώνα αὐτόν ὁ πλέον γνωστός
ἀρματολός ἦταν ὁ Πάνος Ζῆδρος, ὁ ὁποῖος εἶχε καί στήν ἐπαρχία Γρεβενῶν
ὀχυρή οἰκία. Τότε δέν ὑπῆρχε μακεδονικό βουνό χωρίς Κλέφτη οὔτε ὀρεινή
περιοχή, στήν ὁποία ἡ τουρκική ἐξουσία μποροῦσε νἀ ἀσκήσει ὑποτυπώδη
διοίκηση. Ἡ ὀρεινή περιοχή τῶν Γρεβενῶν ἐλεγχόταν πλήρως ἀπό τούς Κλέφτες.
Στό ἀρματολίκι τῶν Χασίων πρωτοστάτησε ὁ Ἀθανάσιος Βλαχάβας.
Μεταξύ τῶν πρώτων παλικαριῶν του ἦσαν οἱ Ψείρας ἀπό τήν Κατάκαλη καί
Νάσιος Μάνταλος. Ὁ Μάνταλος σκοτώθηκε το 1763 μέ προδοσία στό μοναστήρι
τοῦ ὁσίου Μαούμ Περιβολίου. Ὁ λαός ἔκανε τόν θάνατό του τραγούδι. Ἄλλοι
σπουδαῖοι Κλέφτες ὑπῆρξαν οἱ Δημήτριος Τότσκας καί Κυριάκος Μπασδέκης.
Ἀναφέρεται κοινή δράση τῶν Κλεφτῶν Τότσκα, Μάνταλου καί Μπασδέκη μέχρι
τό Πήλιο. Ὁ Δημήτριος Τότσκας ὑπῆρξε ὁ πιό ὀνομαστός κλέφτης τῆς ἐπαρχίας
Γρεβενῶν.
Οἱ Κλέφτες τῆς Πίνδου δεν δίσταζαν να ἐπιτεθοῦν καί κατά Ὀθωμανῶν
ἀξιωματούχων. Τό 1766 φόνευσαν στό «Μπουγάζι» τῆς Μηλιᾶς ἀξιωματοῦχο
ἀπό τά Ἰωάννινα. Ὀνομαστός Κλέφτης ὑπῆρξε καί ὁ Γιάννης Παπαϊωάννου ἀπό
τή Σαμαρίνα, γνωστότερος με το ἀλβανικό παρώνυμο Πρίφτης, δηλαδή παπάς.
Στάθηκε κυματοθραύστης τῶν ἀλβανικῶν συμμοριῶν. Ἡ δράση του ἐκτεινόταν
καί στήν Ἤπειρο, ὅπου, σέ συνεργασία μέ τοπικούς ὁπλαρχηγούς, στήριζε τούς
ἐντόπιους ἀπό τήν πίεση πρός ἐξισλαμισμό. Παροιμιώδης ἔμεινε μεταξύ τῶν
Ἀλβανῶν ἡ φράση: «Ἔρχεται ὁ Γιάννης τοῦ παπᾶ καί κόβει κεφάλι». Ὁ Πρίφτης,
ὅπως καί πολλοί ἄλλοι Κλέφτες, ἔρρεπε πρός τή ληστεία. Ἐπηρεάστηκε ὅμως
ἀπό τόν ἅγιο Κοσμᾶ, τόν ὁποῖο συνόδευσε στό χωριό Μπορόβα τῆς Κορυτσᾶς,
τούς κατοίκους τοῦ ὁποίου ὁ Πρίφτης εἶχε προστατέψει κατά τό παρελθόν.
Ὁ Δημήτριος Τότσκας εἶχε γυναίκα ἀπό τά Δερβίζανα Σουλίου καί ἐκεῖ
διέμενε κατά τόν χειμώνα. Κατατρόπωσε κατ’ ἐπανάληψη ἀποσπάσματα τοῦ
Κούρτ πασᾶ τοῦ Βερατίου. Ὑπῆρξε δεσπόζουσα μορφή κατά τήν ἐξέγερση μέ
τήν ὑποκίνηση τοῦ Παπαζώλη, τή γνωστή ὡς «ὀρλωφικά». Ὁ Παπαζώλης εἶχε
συναντηθεῖ τότε μέ ὁπλαρχηγούς, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τόν γερο-Ζιάκα, ὡς
ἐκπρόσωπο τοῦ Τότσκα, πρῶτο ἐξάδελφο αὐτοῦ. Τότε, κατά παρότρυνση τοῦ
Παπαζώλη κάποιοι Κλέφτες κινήθηκαν πρός τήν Πελοπόννησο. Τό μαρτυρεῖ τό
τραγούδι τοῦ Σαμαριναίου Ἰωάννη Φλώρου, ὁ ὁποῖος φονεύτηκε μαχόμενος
ἡρωικά στόν Μοριά.
Tό 1770 ἤ λίγο ἀργότερα ὁ Τότσκας μέ τόν Μπέλλο, ὁπλαρχηγό τοῦ
Μετσόβου, ἔστησαν ἐνέδρα σέ Ἀλβανούς, πού ἐπέστρεφαν ἀπό τήν Πελοπόννησο, μεταξύ Φιλιππαίων καί Σμίξης. Ἀπελευθέρωσαν περί τά 1.000
γυναικόπαιδα καί ἅρπαξαν τά πλούσια λάφυρα τῶν Ἀλβανῶν. Στο συμβάν
ἀναφέρονται και οἱ Ἄγγλοι Wace καί Thomson.
Καί ὁ Τότσκας εἶχε ληστρικό βίο. Ἀποφασιστικῆς σημασίας γιά τόν ἄγριο
Κλέφτη ὑπῆρξε ἡ συνάντησή του μέ τόν ἅγιο Κοσμᾶ. Ὁ ἅγιος τοῦ ζήτησε νά
ἐγκαταλείψει αὐτή τή ζωή και ὁ Τότσκας ὑπάκουσε. Ἔκτισε ναό πρός τιμή τῆς
ἁγίας Παρασκευῆς στό Ἀλποχώρι Ἰωαννίνων καί χάρισε 40 κολυμβῆθρες σέ
ἰσάριθμα χωριά. Το 1779 ἔκτισε μύλο στά Δερβίζανα γιά ἐνίσχυση τοῦ ναοῦ. Ὁ
Τότσκας εἶναι μέ τόν Κλέφτη Γῶγο οἱ κτίτορες τοῦ σωζόμενου ἱεροῦ ναοῦ τοῦ
Μεσολουρίου. Δολοφονήθηκε στά Δερβίζανα, στό προαύλιο τοῦ ναοῦ, κατ’
ἐντολή τοῦ Κούρτ πασᾶ τό 1782. Τά κατορθώματά του πρῶτος ἐξύμνησε ὁ
Περραιβός σέ βιβλίο του (1815) γράφοντας: «Ὁ Καπ. Τόσκας ἐκαταδάμασε τους
ἐχθρούς εἰς τά γραιβενά με τρομερούς πολέμους». Τό ὄνομα Τότσκας ἀκούγεται
καί στούς χρόνους τοῦ Ἀλῆ πασᾶ. Πρόκειται γιά δύο τέκνα του.
Κατά την ἐξέγερση τοῦ 1770 ἔδρασε και ὁ Γκόγκο Μίσιος (Γεώργιος
Γούσης) ἀπό τό Περιβόλι. Ἐνθύμηση σέ βιβλίο ἱεροῦ ναοῦ διέσωσε τή συμπλοκή
τοῦ Μίσιου με σπαχῆδες τῆς Βωβούσας. Ὄχι μόνο κατάφερε νά ἀποκρούσει
ἐπιδρομές Ἀλβανῶν, ἀλλά ὀργάνωσε ὁ ἴδιος ἐπιδρομές φθάνοντας ὥς τήν
Κολώνια, ἄνδρο Ἀλβανῶν ληστῶν. Γνώρισε τόν ληστή τότε Ἀλῆ Τεπελενλῆ καί
συνδέθηκε μέ φιλία. Αὐτός, ὅταν ἔγινε πασάς, τόν δολοφόνησε.
Τήν ἴδια περίοδο ἔδρασε καί ὁ Ντεληδῆμος. Συμπολέμησε γιά διάστημα μέ
τόν Τότσκα καί φονεύτηκε περί τό 1780. Ὁ θάνατός του ἔγινε τραγούδι. Ἄλλος
κλέφτης ὑπῆρξε ὁ Τσιάτσιος. Σύμφωνα μέ ἐνθύμηση, τήν ἄνοιξη τοῦ 1785
ἀπέκρουσε τόν Ἀλῆ, μετέπειτα πασά, ἐνῶ ἐκεῖνος κατευθυνόταν στήν Κόνιτσα.
Μέ τό τραγούδι του ἀρχίζει ὁ μεγάλος χορός στή Σαμαρίνα κατά τήν ἑορτή τῆς
Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Σαμαριναῖοι καί Δοτσικιῶτες τό 1775 ἀντιμετώπισαν
στήν τοποθεσία Σκούρτζια σῶμα Ἀλβανῶν, τό ὁποῖο κατενίκησαν καί φόνευσαν
τόν ἀρχηγό του Ἰσμαήλ. Τό τραγούδι τοῦ Σμαήλαγα χορεύεται ἐπίσης στή
Σαμαρίνα. Διάδοχος τοῦ Πρίφτη στήν ἀρχηγία τῶν Κλεφτῶν τῆς Σαμαρίνας
ὑπῆρξε ὁ Μίχος, πού δολοφονήθηκε σέ ἐνέδρα τό 1785. Στά Χάσια, μετά τόν
θάνατο τοῦ Ἀθανασίου Βλαχάβα, τό ἀρματολίκι διαμοιράστηκε σέ βόρειο τμῆμα,
ὑπό τόν Ἰωάννη Ψείρα, καί σέ νότιο, ὑπό τόν παπα-Εὐθύμιο Βλαχάβα. Οἱ Ψείρας
καί Νάσιος Μάνταλος ἀναφέρονται στόν θούριο τοῦ Ρήγα Βελεστινλή.
Στο τέλος τοῦ 18 ου αἰώνα στό ἀρματολίκι ἀνῆλθε ὁ γερο-Ζιάκας. Αὐτός εἶχε
ὑπό τίς διαταγές του 200 ἄνδρες. Ἡ οἰκογένεια Ζιάκα θρήνησε πολλά θύματα
στούς ἀγῶνες κατά τῶν κατακτητῶν. Ὁ Γούλας Ζιάκας ἀναφέρει ὅτι κατά τόν
χαλασμό τῆς δεκαετίας τοῦ 1770 χάθηκαν τέσσερα ἀδέλφια τοῦ παποῦ του. Εἶναι
πιθανόν τότε νά ξεκληρίστηκε καί ἡ οἰκογένεια τοῦ γερο-Ζιάκα καί αὐτός να
τέλεσε ἀργότερα νέο γάμο, ἀπό τον ὁποῖο ἀπέκτησε τούς Γιαννούλα, τό 1795, καί
Θεόδωρο, τό 1801.
Ὁ Ἀλῆ Κατάφερε να θέσει τέρμα στη δράση τῶν Κλεφτῶν τό 1809 εἴτε
προκαλώντας μεταξύ τους συγκρούσεις εἴτε ἐξαπολύοντας ἄγριες ἐπιθέσεις
ἐναντίον τους μέ πολυπληθῆ ἀποσπάσματα. Ὅταν στρατεύματα τοῦ σουλτάνου
τόν πολιόρκησαν στά Ἰωάννινα, ὁ Γιαννούλας Ζιάκας ἀκολούθησε τόν Χουρσίτ.
Ἕνα ἀπό τά πρῶτα θύματα μέ τό ξέσπασμα τῆς ἐπανάστασης, ὑπῆρξε ὁ
μητροπολίτης Γρεβενῶν Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος ἀπαγχονίστηκε. Ὁ νέος μητροπολίτης, ὁ Ἄνθιμος, ὑπῆρξε μέλος της Φιλικῆς Ἑταιρείας. Ἀπό τήν περιοχή
Γρεβενῶν ὁπλαρχηγοί συμμετεῖχαν στίς ἐξεγέρσεις. Προς ἐνίσχυση τοῦ
Ἐμμανουήλ Παπᾶ στή Χαλκιδική εἶχε σπεύσει ὁ Ἀπόστολος Κυρίμης ἀπό τόν
Τσιούργιακα, συγγενής ἐξ ἀγχιστείας τῶν Ζιακαίων. Μέλη τῆς οἰκογένειας αὐτῆς
ἔσπευσαν νά στηρίξουν τούς ἐπαναστάτες στή Νάουσα. Ἐναντίον ὅμως τῶν
ἐπαναστατῶν κινήθηκαν καί Βαλαάδες τῆς ἐπαρχίας μας. Οἱ ἐξισλαμισμένοι
χάνονταν ὁριστικά καί ἀπό τόν ἐθνικό κορμό. Ὁ Δημήτριος Καραμήτσιος ἔλαβε
μέρος στήν ἐπανάσταση τοῦ Ὀλύμπου.
Λόγω τῆς συμμετοχῆς Γρεβενιωτῶν στήν ἐπανάσταση τῆς Νάουσας,
ἰσχυρά στρατεύματα κινήθηκαν πρός τά Γρεβενά γιά νά πατάξουν τούς
ἐπαναστατικούς πυρῆνες. Ὁ Γιαννούλας Ζιάκας, πού εἶχε ἐπιστρέψει,
συνθηκολόγησε, ἀποτρέποντας μέ τόν τρόπο αὐτό τήν ἐρήμωση τῆς ἐπαρχίας.
Ἤδη ὅμως κατά τό δεύτερο ἔτος τῆς ἐπανάστασης Γρεβενιῶτες μάχονταν στόν
νότο. Γνωστότερος εἶναι ὁ Θεόδωρος Ἰωάννου Ζιάκας, ὁ ὁποῖος κατατάχθηκε
στό σῶμα τοῦ Καραϊσκάκη, ὄχι ὁ ἀδελφός τοῦ Γιαννούλα. Γρεβενιῶτες, μεταξύ
τῶν ὁποίων καί ὁ Κυρίμης, ἔλαβαν μέρος μαζί μέ μαχητές ἀπό τήν περιοχή τοῦ
Ὀλύμπου καί ἄλλες μακεδονικές στό σῶμα, τό ὁποῖο ἔμεινε γνωστό ὡς
«Ὀλύμπιοι». Καθ’ ὅλη τή διάρκεια τοῦ ἀγώνα πολέμησαν στή Θεσσαλία, στή
Στερεά Ἑλλάδα καί στήν Πελοπόννησο. Κάποιοι μεταξύ αὐτῶν ὑπῆρξαν τῆς
οἰκογένειας τῶν Ζιακαίων, γυναικόπεδα τῆς ὁποίας μετακινήθηκαν κατά τή
διάρκεια τοῦ ἀγώνα στίς Σποράδες γιά ἀσφάλεια. Ἀρκετοί Γρεβενιῶτες, καί ἰδίως
Σαμαριναῖοι, ἀλλά καί τῆς οἰκογένειας Ζιάκα, ἀμύνθηκαν στό πολιορκημένο
Μεσολόγγι. Στόν κῆπο τῶν ἡρώων ὑπάρχει μνημεῖο τῶν πεσόντων ἐκεῖ
Σαμαριναίων. Ὁ Γιαννούλας Ζιάκας γρήγορα ξαναβγῆκε στά βουνά. Κινούμενος
στίς διόδους, ἀπό τίς ὁποῖες ἐπέστρεφαν οἱ Ἀλβανοί ἄτακτοι μέ αἰχμάλωτες
γυναῖκες καί μέ λάφυρα, ἐπιτίθετο ἐναντίον τους καί τίς ἀπελευθέρωνε. Γι’ αὐτό
καί κατά τήν κηδεία τοῦ Θεοδώρου Ζιάκα στή Λαμία τό 1881, κατάθεσαν, μεταξύ
ἄλλων, στέφανο ἐκπρόσωποι τῶν Πελοποννησίων, σέ ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης.
Βέβαια ἐλευθερωτής ἦταν ὁ Γιαννούλας καί ὄχι ὁ Θεόδωρος. Ὁ Γιαννούλας
δολοφονήθηκε στό Μαυρονόρος κατ’ ἐντολή τοῦ Κιουταχῆ τό 1826. Στή
δολοφονία συμμετεῖχαν καί ἀντίζηλοι Κλέφτες τῆς περιοχῆς. Ἡ προαιώνια κακία
τῆς φυλῆς μας ἐκδηλώθηκε γιά μία ἀκόμη φορά. Ἐκδίκηση γιά τόν θάνατό του
ἔλαβε ὁ ἐνηλικιωθείς ἀδελφός του Θεόδωρος τό 1831. Ἡ ἐπαρχία δοκιμάστηκε
καί μετά τή λήξη τῶν ἐχθροπραξιῶν στόν Νότο ἀπό ἀτάκτους Ἀλβανούς, τούς
ὁποίους τελικά ἐξόντωσε ὁ Κιουταχῆς στό Μοναστήρι τό 1830. Ἡ μητρόπολη
Γρεβενῶν κρίθηκε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μεταξύ τῶν ἐμπεριστάτων,
ἄν καί δέν ἀναφέρονται σημαντικές πολεμικές συγκρούσεις. Ἡ διέλευση τῶν
Ἀλβανῶν ἀπό τά μέρη μας ἦταν ἀρκετή γιά νά λεηλατηθεῖ.
Τά Γρεβενά προσέφεραν πολλά ἤδη ἀπό τήν πρώιμη τουρκοκρατία μέ
τούς ὀνομαστούς Κλέφτες, πού παρεῖχαν ἐγγύηση ἀσφάλειας στό πλῆθος τῶν
καταφυγόντων στίς ὀρεινές κοινότητες. Δέν ἔμειναν ὅμως ἄπραγοι αὐτοί καί στόν
ἀγώνα γιά τήν ἀνεξαρτησία. Καλό εἶναι νά μήν τούς λησμονήσουμε, ἀλλά νά τούς
τιμοῦμε μέ ἐκδηλώσεις, ὅπως ἡ σημερινή.
Ἀπόστολος Παπαδημητρίου