Ο Γιώργος Σιώμος γεννήθηκε το 1949 στη Λόχμη Γρεβενών και ζει στη Βέροια. Το νέο βιβλίο του «Όμορφα χωριά» αποτελείται από διηγήματα και ποιήματα που, κατά κύριο λόγο, σχετίζονται με τη φύση, καθώς και την απομόνωση, την ερήμωση των χωριών –ίσως και των ανθρώπων. Σκέψεις, συναισθήματα, αλλά και καθημερινές καταστάσεις και περιπέτειες περιγράφονται ανεπιτήδευτα στο βιβλίο. Όπως αναφέρει ο ίδιος, ο τίτλος θα ήταν πιο ειλικρινής αν ήταν «Έρημα χωριά».
– Κύριε Σιώμο, μιλήστε μας για το νέο βιβλίο σας με τίτλο «Όμορφα χωριά». Τι ήταν αυτό που σας ώθησε στην καταγραφή της προσωπικής σας καθημερινότητας;
Το βιβλίο αυτό είναι συνέχεια του προηγούμενου βιβλίου μου «Μικρά πεζά». Το δεύτερο μισό εκείνου, αναφερόταν κι είχε γραφεί στο διάστημα του πρώτου εγκλεισμού, λόγω covid. Από τις 7 Μαρτίου του ’20 ως τον Οκτώβρη του ’22, επέστρεψα στον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα, στο χωριό Λόχμη των Γρεβενών. Επομένως, είναι η επιστροφή στην πατρίδα. Επιστροφή στην παιδική ηλικία. Είναι ανταποκρίσεις από τη μόνωση, από την ερημιά, τη μοναξιά. Κείμενα ακρωτηριασμένα που επεδίωκαν την επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους που ζούσαν κι αυτοί σε παρόμοιες ή και χειρότερες συνθήκες. Μικρές κραυγές. Κείμενα για την ερήμωση της υπαίθρου, την εγκατάλειψη. Σημειώματα ναυαγού σε μπουκάλια πεταμένα στη θάλασσα. Τα «Όμορφα χωριά» είναι ο τίτλος μιας από τις ιστορίες του βιβλίου. Ευφημισμός. Το σωστό είναι «τα έρημα χωριά».
Καμιά πρόθεση δεν είχα για να καταγράψω την προσωπική μου καθημερινότητα, η οποία δεν ενδιαφέρει κανέναν κι από μόνη της είναι αδιάφορη. Τα αισθήματα εξαιτίας του εγκλεισμού και της απομόνωσης γιγαντώθηκαν από την ερήμωση και την εγκατάλειψη της υπαίθρου. Γι’ αυτή την ερήμωση αποπειράθηκα να γράψω. Αν τα κατάφερα, ή όχι, είναι άλλη υπόθεση. Κάθε σπίτι είχε έξι-εφτά παιδιά. Τώρα τα μισά σπίτια είναι κλειστά και στα ανοιχτά μένει ένας ή, το πολύ, δύο γέροι. Υπήρχαν χίλια-χίλια διακόσια γιδοπρόβατα και σαράντα βόδια. Τώρα ούτε ένα αρνί, ούτε μια πατημασιά βοδιού. Λες και κάποιο χέρι έσβησε μ’ ένα σφουγγάρι την παιδική μας ηλικία.
– Ποιου λογοτεχνικού είδους αναγνώσματα προτιμάτε; Υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς που ξεχωρίζετε για το στυλ της γραφής τους;
Προτιμώ τα σύντομα, τα μικρά κείμενα, ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια. Ό,τι έχεις να μου πεις, πες το μου, μην με κουράζεις με πεντακόσιες σελίδες. Ζούμε την εποχή της ταχύτητας, του πυκνού χρόνου. Υπάρχουν άπειρες πληροφορίες από άπειρες πηγές. Δεν είμαστε στον παλιό καιρό που οι αναγνώστες αδημονούσαν πότε θα δημοσιεύσει ο Ντοστογιέφσκι ή ο Τσβάιχ. Ζούμε στην εποχή της ταχύτητας αλλά και στην εποχή της γραφής. Ο καθένας ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να γράψει κάτι και να διαβαστεί αμέσως από πέντε, δέκα, εκατό αναγνώστες. Τι πιο δημοκρατικό; Τι πιο θαυμάσιο;
Πολλών ποιητών και πεζογράφων μου αρέσει το στυλ και η θεματολογία τους. Αν είναι να ξεχωρίσω οπωσδήποτε κάποιους, θα έλεγα τον Εμπειρίκο για το στυλ και τον Βύρωνα Λεοντάρη για τα θέματά του.
– Τα διηγήματά σας έχουν τη μορφή προσωπικού ημερολογίου. Ωστόσο, πώς εσείς ο ίδιος θα χαρακτηρίζατε τη γραφή σας;
Πριν από τριάντα περίπου χρόνια για να πας στη Λόχμη, έπρεπε να βουτήξεις στη λάσπη μέχρι τα γόνατα. Τώρα, με την πρώτη νιφάδα, έρχεται το εκχιονιστικό μηχάνημα και επί πλέον έχεις στην τσέπη σου το μαγικό κουτί, το κινητό τηλέφωνο που σε ταξιδεύει σ’ όλον τον κόσμο. Μπορείς να μην εκφραστείς με κάποιον τρόπο, όταν έχεις επιστρέψει στον φυσικό σου χώρο; Όταν η ματιά σου φτάνει στα τριάντα χιλιόμετρα; Όταν η φύση κελαηδάει;
Εκείνο που εμένα με ενδιαφέρει, είναι να κάνω κάτι απλό, να κάνω το τίποτα, κάτι.Όπως είναι η καθημερινότητά μας, απλή. Να σπάσω τη ρουτίνα. Να τεμαχίσω τον χρόνο σε μικρές-μικρές στιγμές που να προσφέρουν μια ικανοποίηση. Όχι τα μεγάλα προβλήματα, τα μεγάλα θέματα, οι παράξενες ή πρωτότυπες ιστορίες. Σαν τη νοικοκυρά που καθαρίζει το σπίτι της, πλένει τις κουρτίνες, κάνει ένα ωραίο φαγητό ή έναν χαλβά σιμιγδαλένιο και καλεί τις φίλες της για ένα καφεδάκι. Από όλα αυτά, παίρνει μια ικανοποίηση, όταν τα φτιάχνει. Πετυχαίνει μικρές νίκες. Ίσως και γι’ αυτό η γυναίκα που μένει μετά την εκδημία του ανδρός της ζει μια χαρά μόνη, ενώ ο άντρας που μένει μόνος πεθαίνει από αδράνεια και βαρεμάρα. Έκανα, λοιπόν, το τίποτα, κάτι και ρωτάτε πώς τα χαρακτηρίζω. «Κάτι» το λέω. Ήδη τα ονομάτισα στους τίτλους των κεφαλαίων του βιβλίου: «Ερημία», «Ερημιά», «Ήρθαν κάτι πεθαμένοι», «Οδυσσέας», «Το κέλυφος της πλήξης». Ενδεχομένως, να μην χωράνε στων Φιλολόγων τα καλούπια. Εσείς πείτε τα όπως θέλετε. Η ουσία είναι ότι πέρασα στιγμές ευτυχισμένες -σε συνθήκες εγκλεισμού και μόνωσης που προανέφερα- γράφοντας μικρά κείμενα που άλλοτε έπαιρναν την μορφή του πεζογραφήματος κι άλλοτε του ποιήματος.
– Σε μεγάλο μέρος του βιβλίου σας καταγράφεται η ζωή σας κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Πόσο επηρέασε τον ψυχισμό σας η περίοδος αυτή;
Ίσως είναι όπως το λέτε, αν και δεν είχα τέτοια πρόθεση, ίσως να μην κατάφερα να πω αυτό που ήθελα-κι αν σας έμεινε αυτή η εντύπωση, μάλλον δεν το κατάφερα- για την ερήμωση της υπαίθρου, για την εγκατάλειψη, για την μοναξιά, την απομόνωση, τη μονοτονία, την πλήξη, την ζωή μέσα στη φύση.
Σε μια περίοδο αναγκαστικού εγκλεισμού, σ’ έναν τόπο έρημο κι εγκαταλειμμένο, η γραφή των μικρών αυτών κειμένων ήταν η καταφυγή μου. Δεν ξέρω πώς θα την έβγαζα καθαρή χωρίς αυτά.
– Το ποίημα με τίτλο «Το κέλυφος της πλήξης» αποτελεί και τον τίτλο για όλο το κεφάλαιο που εμπεριέχονται τα ποιήματά σας. Μιλήστε μας για το νόημα του συμβολικού αυτού τίτλου.
Πριν από την καραντίνα, είχα γράψει διακόσια πενήντα τρίστιχα. Από το τρίστιχο που ακολουθεί:
«Το κέλυφος του νου
είναι μια φούσκα που κλείνει
μέσα της το φως».
Πήρα τη λέξη «κέλυφος» κι έντυσα την πλήξη που ζούσα. Ένιωθα σαν έμβρυο μέσα σε κέλυφος προστασίας, αλλά και περιορισμού. Ο τόπος, οι συνθήκες, η επιστροφή, η ζωή, όλα βρίσκονταν μέσα σε ένα κέλυφος, όπου είχε κράτος η πλήξη.
– Θα σας ενδιέφερε να ασχοληθείτε με κάποιο άλλο είδος λογοτεχνίας;
Τα πρώτα τρία βιβλία μου, «Ο κορυδαλλός», «Το παράπονο του Εμμανουήλ Παππά» και «Ο κόκκινος σπάγκος», είναι συλλογές διηγημάτων. Τώρα είμαι στη φάση των μικρών κειμένων-κατά κανόνα- χωρίς συγκεκριμένο θέμα ή πλοκή. Ωστόσο, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να ακολουθήσει. Με οδηγεί, δεν το οδηγώ. Για σενάριο, δεν φαντάζομαι. Ούτε και για μυθιστόρημα, το οποίο έχει άλλες απαιτήσεις. Χρειάζονται άλλα προσόντα που δεν τα διαθέτω.
Συνέντευξη: Στέλλα Τέλλιου