O ανδριάντας (έργου του 1886 υπό Γεωργίου Βιτάλη) του Βρετανού πολιτικού William Edward Gladstone στο Πανεπιστήμιο Αθηνών φέρει στην αριστερή πλευρά του βάθρου την εξής επιγραφή: «ΗΠΕΙΡΟΥ ΜΟΙΡΑ ΗΔΕ ΘΕΣΣΑΛΙΗ ΦΑΟΣ ΙΡΩΝ ΔΩΚΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΗΣ ΔΟΥΛΟΣΥΝΗΝ ΑΛΕΚΩΝ ΤΗΣ Δ΄ ΕΥΕΡΓΕΣΙΗΣ ΜΝΗΜΩΝ ΕΛΛΑΣ ΤΟ Δ’ ΑΓΑΛΜΑ ΕΣΑΤΟ ΣΟΙ ΓΛΑΔΣΤΩΝ ΟΥ ΚΛΕΟΣ ΑΘΑΝΑΤΟΝ». Τον ευμεγέθη τόμο, δεινή βιογραφία του από τον Roy Jenkins, κοινοβουλευτικός και ο ίδιος με γνώση και κρίση, τον έχω εισέτι αδιάβαστο. Που και που τον ξεφυλλίζω και απολαμβάνω εδάφια ή μικροκαταστάσεις της ζωής του. Πρόσφατα τον συνάντησα στο εκλεκτό της Anne Fadiman ερωτικό εγχειρίδιο για βιβλία, σε κεφάλαιο – αναφορά στην μονογραφία του Άγγλου Πρωθυπουργού (ειρήσθω εν παρόδω, πως κρατούσε ο G. ημερολόγιο για πάνω από επτά δεκαετίες) περί σοφής, αυστηρής, άψογης οργανώσεως βιβλιοθηκών (ωχ, γιατί αφήνω τις τρεις ή τέσσερις δικές μου χωράφια καρποφόρα αλλά ουχί οργανωμένα, τέλος πάντων).
Κλείσιμο του προλόγου και τι θέλω να πω. Περπατούσα, αδηφάγος και υπερλαίμαργος των εμπειριών στην κεντρική Σόφια της γείτονος. Το να είσαι σε μια άγνωστη πόλη, είναι ένα ζαχαροπλαστείο αισθήσεων. Προχωρούσα λοιπόν στο ωραίο άγνωστο. Και να, πινακίδα, βουλγαριστί και αγγλιστί, εξηγούσε τα της οδού, στην οποία οδοιπορούσα σχεδόν ανέμελος: Οδός Γλάδστωνος. Την φωτογράφισα (το κινητό ως σημειωματάριο και σκάνερ αισθαντικών μνημών ή μηνύσεων έναντι του χαμένου χρόνου). Που να ήξερα, πως εκεί παρακάτω θα υπήρχε, λίαν συντόμως, οικεία σημαντική δια τα καθ’ ημάς (δίπλα μάλιστα σε ιστορικού ναυάρχου το σπίτι και απέναντι από ερημωμένο διώροφο, όπου στο παραθύρι δεκάδες τόμοι με αντικρίζουν κάθε φορά που κατεβαίνω τις σκάλες).
Μια πόλη, η δικιά μου, η δικιά σας, όλες νομίζω, δεν είναι μόνο τα γνωστά και λαμπρά μνημεία ή τα μεγάλα και σοφιστικέ εμπορικά (για τους μονδέρνους) τοπόσημα της. Είναι τα ελάχιστα, πλην μέγιστα, μπακάλικα του ωραίου. Μια γκαλερί, παραδείγματος χάριν, όπου τα χρώματα της τέχνης ξεφεύγουν ως άτακτα μειράκια από την κορνίζα (αγόρασα μια κάρτα “Καφέ για δύο” και την έβαλα μπροστά στους τόμους της Jane Austen και του Morley, στο πατάρι της Τύρβης), ή ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο με εγγλέζικο όνομα, κρυμμένο πίσω από ένα καφέ, αλλά και με καφέ εντός του -να ξαποστάσεις με αφέψημα και Ιωάννα Τσάτσου εκ Βουρλών Σμύρνης· εκεί ανακάλυψα το δεύτερο, ας πούμε, μέρος στο “Κρασί του Θέρους”. To “Farewell summer” του Ray Bradbury, ακολούθησε τον δρόμο μου, πιστό και δροσιστικό. Το διήλθα σε μπουκιές με τετάρτη ταχύτητα.
Επί της Γλάδστωνος όμως, γυρνώντας τα βράδια, με τα φωτεινά παράθυρα να λένε ή να κρύβουν ιστορίες (όπου, φωτιστικά σαν υδρόγειοι ταξιδεύουν την αφήγηση γοργά, πειστικά, ονειρικά θα το έλεγες αν έγραφες βίπερ), είδα την βιτρίνα. Με βρήκε μάλλον και με παγίδευσε.
Παλαιοβιβλιοπωλείο. Γεμάτο, φίσκα, προκλητικό. Την άλλη μέρα, σταμπάροντας προσεκτικά τον αριθμό και βάζοντας σημάδια, το επισκέφτηκα, εισήλθα για τα καλά στους διαδρόμους του.
Ράφια εδώ, ράφια εκεί, ράφια παραπέρα. Ξεκίνησα, μόλις μπαίνεις δεξιά, με τα λεξικά. Είδα κολλημένους σελιδοδείκτες και υπομνήματα (ένας με τον Ναπολέοντα κάτι ωραία έλεγε, αλλά γαλλιστί, δηλαδή σε αρχαία αιγυπτιακά για εμένα). Παραδίπλα τα γαλλικά (Ρεμπώ, Βερν, Φλωμπέρ, Προυστ), να και τα ράφια με αμερικάνικες ή αγγλικές εκδόσεις. Εδώ είμαστε. Αλληλογραφίες, κλασσικοί (μερικά μάλιστα εν ΕΣΣΔ του καιρού εκείνου τυπωμένα), περιπέτειες, λογοτεχνία, ιστορία και ότι βάζει ο νους.
Ψάξε, ψάξε (ο χρόνος περνά ηδονικά, τον σκορπάς διπλά και τριπλά σαν να κερνάς τα όργανα στο πανηγύρι, μήνα Ιούλιο στο χωριό) κάτι θα σε πιάσει στο δόκανο του. Και ωπ και νάτο. Μια χαρτόδετη (paperback να εξηγιόμαστε) έκδοση των ιστοριών του James Herriot, δεκαετία του 1970, όταν ήμουν εκεί μαθητούδι, δηλαδή μεταξύ Αθηνών και Γρεβενών ή το αντίστροφο.
Λάτρης και ακόλουθός του από τότε που τον ανακάλυψα σε κείμενο διδασκαλίας της αγγλικής, χιόνιζε σε εκείνο το χωριό των Γρεβενών δίπλα στο σιωπηλό μοναστήρι. Ερεύνα, απόκτηση, πάθος. Τα στέγασα όλα του, συν μια βιογραφία. Σκωτσέζος κτηνίατρος στον μεσοπόλεμο, στο Γιόρκσαϊρ και η ζωή τραβάει την ανηφόρα της. Μαζί κι εμείς, τυχεροί των λέξεων.
Πήρα το βιβλιαρίδιο, κράτησα και την κάρτα, είπαμε και δυο κουβέντες βρετανιστί με τον βιβλιοπώλη.
Κάπως έτσι φτιάχνονται οι χάρτες οι αόρατοι, αυτοί (και μόνο) που πραγματικά υπάρχουν. Ας φτιάξω τώρα ένα τσάι (η καφέ διπλό κουπάτο) και να ανοίξω τον Γλάδστωνα.
Αυτή την φορά θα του πω εγώ ιστορίες.