Αποχαιρετισμός στον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο
(23 Αυγούστου 1930-29 Νοεμβρίου 2024)
Χθες έφυγε από τη ζωή ο Ηλίας Χ. Παπαδημητακόπουλος, ο αγαπημένος μας Η.Χ.Π.
Ως συγγραφέας είχε εντελώς διακριτά χαρακτηριστικά: στο πρόσωπό του αποχαιρετούμε τον απαράμιλλο στυλίστα, τον λεπτουργό της μικρής φόρμας, τον δεξιοτέχνη των ημιτονίων, τον χειροτέχνη των λέξεων. Επιπλέον τον συγγραφέα που πίσω από την απατηλή απλότητα των ιστοριών του και τον φιλοπαίγμονα τόνο κρύβει ένα στοχαστικό βάθος απ΄ όπου προβάλλει ο πόνος, η απώλεια, η οδύνη για τη συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτήν την εναλλαγή δροσιάς, λεπτής ειρωνείας και βάθους περιγράφει πολύ ωραία η Ελισάβετ Κοτζιά μιλώντας για κείμενα που ”πετώντας ανάλαφρα περιορίζουν, συρρικνώνουν, διαλύουν την αναπόδραστα καταθλιπτική διάθεση της ύπαρξης και το δυσβάσταχτο φορτίο του σημερινού κοινωνικού άχθους”.
Για τον Η.Χ.Π. η λογοτεχνική γραφή ήταν άρρηκτα δεμένη με την τυπογραφική μορφή των βιβλίων του σε ένα όλον οργανικό. «Μου είναι αδύνατον να γράψω οποιοδήποτε κείμενο, χωρίς να το φανταστώ στοιχειοθετημένο: το είδος των στοιχείων, οι στιγμές τους, τα τετράγωνα, τα διάστιχα κ.ο.κ., πέρα από την αισθητική απόλαυση που παρέχουν πιστεύω ότι διαυγάζουν το κείμενο, συντείνουν στην υφολογική, αλλά και την εννοιολογική του ολοκλήρωση», γράφει, ενώ αλλού μιλά για το έπος που συνιστά η έκδοση ενός βιβλίου. Ενα ενιαίο αδιαίρετο όλον όμως ήταν επίσης η ζωή και το έργο του, όπως καταδεικνύουν η αγάπη του για τη φύση και τα ζώα, η τρυφερή νοσταλγία και το ενεργό ενδιαφέρον για τη γενέτειρά του, τον Πύργο Ηλείας, η ανυποχώρητη εναντίωσή του στην κακοποίηση του περιβάλλοντος της υπαίθρου και των πόλεων που έζησε.
Θα μας λείψει το χιούμορ, η νηφαλιότητα, η ευθυκρισία, η εντιμότητά του, η αγάπη για τους φίλους του.
Το έργο του, διηγηματογραφικό και δοκιμιακό, παραμένει αρυτίδωτο στον χρόνο. Θα τον διαβάζουμε πάντα με απόλαυση και θα τον θυμόμαστε με αγάπη.
Οι εκδόσεις Κίχλη μετά την ολοκλήρωση της έκδοσης των διηγημάτων του σε έξι τόμους, θα προχωρήσουν στην έκδοση των θαυμάσιων δοκιμίων του. Θα προηγηθεί ωστόσο μια πράξη φιλίας, όπως ο ίδιος επιθυμούσε, η νέα έκδοση των ΄΄Τριών γραμμάτων από την Αμερική” του Γιώργη Παυλόπουλου προς τον Η.Χ.Π. Αγωνιούσε η αφηγηματική δεινότητα του καλού του φίλου να φτάσει στους αναγνώστες. Ήθελε να έχει τη φροντδα του και αυτό το βιβλίο προτού εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Πρόλαβε να δει τα δοκίμια και μακέτα του εξωφύλλου, η χαρά του ήταν μικρού παιδιού.
Γιώτα Κριτσέλη
***
Καθόταν ήρεμος και με περίμενε ώρα στην καφετέρια όπου είχαμε ραντεβού. Είχα -ως συνήθως- αργήσει. Ήταν λίγο ενοχλημένος, είπαμε δύο κουβέντες, με συγχώρησε αμέσως και κάναμε ολόκληρη συζήτηση μετά. Μιλούσε με τον χαρακτηριστικά κοφτό και συνάμα εξαιρετικά ευγενικό του τρόπο, με χιούμορ και οικονομία λέξεων που φανέρωναν μεγάλη οξύνοια. Τον είδα και δεύτερη φορά στο σπίτι του στην Άνω Κυψέλη όπου δεν δέχεται συνήθως κόσμο. Μου έδειξε τα χειρόγραφά του, τις ιστορίες που κουβαλάει εβδομήντα χρόνια φιλοτεχνημένες -όχι γραμμένες- με τα ωραία μεγάλα καλλιγραφικά του γράμματα, δεν χρησιμοποιεί υπολογιστή, ούτε γραφομηχανή. Μάλλον δεν έχει ούτε ίντερνετ αλλά είναι ενήμερος για τα πάντα, ξέρει τα πάντα. Κάποτε φωτογράφιζε και ο ίδιος, τους φίλους του, τον Τάκη Σινόπουλο και άλλους, μου έδειξε τις εικόνες. Του έκανα δύο-τρία πορτραίτα. Το πορτραίτο είναι πάντα μια σχέση, σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων, μεταξύ του φωτογραφίζοντος και του φωτογραφιζομένου. Η αύρα του δεύτερου πρέπει να περάσει στον πρώτο, και δια μέσου αυτού και στους άλλους. Αν η αύρα, το ρεύμα -δεν έχει σημασία η λέξη- περάσει, τότε το μεγαλείο του ανθρώπινου προσώπου προβάλλει στη φωτογραφία και τίποτα δεν μπορεί να το κρύψει, έτσι μένει αθάνατο στον χρόνο, ο χρόνος θα προχωρήσει, οι άνθρωποι θα χαθούν αλλά το πορτραίτο θα μείνει. Ένιωσα ότι το ρεύμα πέρασε ανάμεσά μας, έμεινε εκείνη η στιγμή του χρόνου για πάντα. Ο κύριος Ηλίας έφυγε σήμερα.
Η φωτό: Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Ανω Κυψέλη, 28.1.2018
Κωνσταντίνος Πίττας
***
Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος
(23 Αυγούστου 1930-29 Νοεμβρίου 2024)
Αν και ήταν 94, έλεγα πως δεν θα πεθάνει ποτέ. Πίστευα πως απλώς θα μεγαλώνει λίγο,(αυτή ήταν η διατύπωση που προτιμούσε ο Γονατάς, ο οποίος αντιπαθούσε τις κουβέντες περί ηλικίας).
Θα μεγάλωνε λίγο κι’αυτός και η γενειάδα του, όπως γινόταν μέχρι τώρα, θα μετατρεπόταν σε κάτι σαν τον Γκάνταλφ ας πούμε, σοφός, απροσδιόριστης ηλικίας, και θα συνέχιζε βέβαια να ρυθμίζει τα πάντα με ένα τηλεφώνημα, σαν στρατηγός που ήταν, θα μιλούσαμε στο τηλέφωνο, θα εκανε πλάκες ως συνήθως, θα γελούσε με φωνή πάντα πιο νεανική από την ηλικία του, θα εικονογραφούσα τα βιβλία του κι’ αυτό το πράγμα θα συνεχιζόταν εις το διηνεκές – έτσι νόμιζα.
Τώρα μας μένει ο διάλογος με τα εξαιρετικά διήγηματά του, που θα τα διαβάζουμε ξανά και ξανά μέχρι ν’ ακούσουμε μέσα από τις σελίδες τη φωνή του.
Εύη Τσακνιά