Την προηγούμενη εβδομάδα χιόνισε και τώρα ο ήλιος ψήνει την άνοιξη. Μια χαρά!
Και κατεβαίνοντας τον δρόμο βλέπω δυο τρεις σημαίες να κρατάνε καραούλι ακόμη.
Εμ, διακόσια χρόνια είναι αυτά. Καλά κάμνουν, πλεούμενα τα μπαλκόνια τους στη
μεγάλη περιπέτεια. Πηγαίνω από το βιβλιοπωλείο (ίσα ίσα το πρόλαβα προτού μας
πιάσει το βαθύ κόκκινο) να πάρω μια παραγγελία. Πάνω στο τυπογραφικό μαχαίρι
βλέπω κάτι αφίσες (το μαγαζί στο πίσω μέρος είναι και τυπογραφειάκι· έχει και μια
παλιά γερή Χάιντελμπεργκ του 60, πάντα της ρίχνω ένα χάδι).
-Τι είναι αυτά εδώ;
-Αφίσες για σχολεία, για το 21.
-Να πάρω ένα, δυό;
-Πάρε όσες θες. Κανείς δεν τις θέλει.
Πήρα. Καποδίστριας, Ρήγας, Τζαβέλας, Νικηταράς, Μπότσαρης, Μιαούλης,
Μπουμπουλίνα, Ανδρούτσος, Καραϊσκάκης, γυρίσαμε μαζί στο σπίτι. Τους άπλωσα,
λεβεντιές δίπλα στα βιβλία. Κρατάν τα ταμπούρια ακόμα. Το βλέμμα τους με
κουβεντιάζει στα ίσα, χωρίς δήθεν.
Θα πιώ ένα ρούμι στην υγειά τους ακολουθώντας τη γραφή του Σουλιώτη Λάμπρου
Βέικου.
Σωματάρχης στο Μεσολόγγι γράφει αυτό το εκπληκτικό γράμμα, απαντώντας
χορευτικά, με τρανό τσάμικο, σε δελεαστικές προσφορές από τον Κιουταχή για
παράδοση.
"Ενδοξότατε Ταχήρ Αγά,
Ημείς είμασθε φίλοι και η υπεράσπισις της θρησκείας το έφερε να πολεμήσωμεν,
όμως πάντοτε η φιλία μας να τρέχη. Φίλε μου, βλέπω ότι έχεις δύο φοραίς όπου ήλθες
εις αντάμωσιν διά να μεσιτεύσης να παραδοθή το Μεσολόγγιον. Ακόμη βλέπω ότι ο
Ρούμελης Βαλεσί μας ζητεί δύο τάμπιες διά να βάλη ανθρώπους του. Ηξεύρετε πολύ
καλά ότι τον Θεόν τον έχομεν μαζί και η ελπίδα μας κρεμάται από εκεί, όθεν ως
φίλος σ' αφήνω να στοχασθής ότι ένα Κάστρον με τζεμπιχανέδες, με ζαϊρέν, με νερό
και καθεξής όλα τα χρειαζούμενα, εις αυτόν τον καιρόν και ημείς εδώ μέσα να το
παραδώσωμεν, θα έχωμεν πρώτον την συνείδησιν του Θεού και δεύτερον την
κατηγορίαν όλου του κόσμου και ξεχωριστά εσένα του φίλου μας, όπου και εις αυτό
είμεθα βέβαιοι ότι όχι μόνον δεν θα εύρωμεν εις το εξής τόπον να ζήσωμεν, παρά
ούτε διά το όνομά μας θα ερωτήση κανένας, τόσον μισητοί θα είμεθα, όσον από τον
Θεόν και την ανθρωπότητα, μπιλέμ και από τους ιδικούς μας και φίλους μας. Όθεν
του Ρούμελη χώρισέ του παστρικά, καθώς μας γνωρίζεις, ότι να ηξεύρη καλά,
χωρίς να κάμη γιουρούσι να έμβη με το σπαθί, το Μεσολόγγι δεν παίρνει.
1825 Ιουλίου 20 Μεσολόγγι
Ταύτα και μένω ο φίλος σου
ΛΑΜΠΡΟΣ ΒΕΪΚΟΣ
Προς τούτοις λάβε και τέσσαρες μποτίλιες ρούμι να ταις δώσεις στους
μπαϊρακτάρηδές σου όταν θα κάμουν το γιουρούσι".
Παίζω σαν χάντρες κομπολογιού τις τελευταίες σειρές. Όταν ανταμώσουμε, με το
καλό του λέει, στις ντάπιες, με τον άλλο τρόπο, δώσε δώρο στους μπαϊρακτάρηδές
σου (είναι γαρ, οι μπροστάρηδες, οι σημαιοφόροι και θέλουν όσο κουράγιο
περισσεύει) από μένα, τέσσερα μπουκάλια ρούμι, να κάνουν σωστά τη δουλειά τους,
ανδρίκια.
Ο Βέικος σκοτώθηκε δυο χρόνια αργότερα στην μάχη του Ανάλατου, την τωρινή Νέα
Σμύρνη των Αθηνών. Λέγεται πως είπε στους Σουλιώτες του, βλέποντας την κακή
διάταξη και ελλιπή προετοιμασία, "…σήμερα βλέπω πως πάμε για σίγουρο χαμό" και
σε κάποιον παραγιό του έδωσε λίγα από τα άρματα: «Πάρτα παιδί μου και τράβα τα
στην φαμίλια μου να τα πουλήσουν και νάχουν τροφή για λίγες μέρες γιατί εμείς δεν
ξαναγυρνάμε». Τούτα τα γράφει ο Γιάννης Μπενέκος ("Οι Αληθινοί Σουλιώτες"), θα
τον ανταμώσω σε κανένα παλαιοβιβλιοπωλείο.
Προσώρας, έφτιαξα αρκετά από τα σχέδια του περίφημου βαυαρού αξιωματικού
Κάρλ Κράτσαϊζεν. Είχε ζωγραφίσει από κοντά τους πρωταγωνιστές του Αγώνα κι
αργότερα τύπωσε σε επτά τόμους το μνημειώδες "Προσωπογραφίες των
διασημοτέρων Ελλήνων και Φιλελλήνων, μαζί με μερικές απόψεις και ενδυμασίες
σχεδιασμένες εκ του φυσικού και δημοσιευμένες από τον Καρλ Κράτσαϊζεν". Έβαλα
κι εγώ, να το γιορτάσω μωρέ!, καμπόσους από αυτούς, εκεί στα γραφεία των
Χρονικών και στο τυπογραφείο (στην οδό των Φιλελλήνων, παρακαλώ) σαν να
πιάνονται στον χορό.
Και τι τάχα μου να λένε μεταξύ τους τις νύχτες; Σίγουρα
"Τα λόγια που είπε ο Μάρκος Μπότσαρης στο λόρδο Βyron, στα ελληνικά και χωρίς
την παρουσία διερμηνέως, στη συνάντηση που όρισε γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο
Νίκος Χουλιαράς
Καμιά πενηνταριά οργιές μακριά απ’ το σπίτι, εκεί, στο δρομάκι που βγάζει
ίσια στη μεγάλη ντάπια, στο μέρος που ο δρόμος στενεύει κι αριστερά στο πλάι του
κάνει μια καμπουρίτσα, εκεί είναι μια πέτρα. Πέτρα σκούρα σαν καπνός.
Εκεί ακριβώς, κάτω απ’ την πέτρα, έχει χώμα. Κίτρινο θαμπό στα πλάγια που
όσο πάει και μαυρίζει προς τη μέση. Από κει αρχίζει μια λακουβίτσα με νερό. Στην
άκρη το νερό και δεξιά καθώς κοιτάμε προς τα κάτω, έχει τέσσερα χορταράκια
κατεβατά. Το πρώτο είναι μαυροκίτρινο, το δεύτερο, κρατημένο απ’ το πρώτο, είναι
πράσινο χλωρό. Τ’ άλλα τα δυο, είναι κιτρινωπά, κι έχουν απάνω κάτι σποράκια
καφετιά που κοκκινίζουν προς τις άκρες.
Εκεί που τελειώνουν τα χορτάρια, αρχίζουν απότομα κάτι γκρεμνά ― μαύρα
βραχάκια, γεμάτα σκισμές. Το νερό της λακούβας είναι θολό και κρατάει τα
βραχάκια μέσα του ανάποδα, βουνά μαυροπράσινα που μεγαλώνουν, και τις σκισμές,
ποτάμια μαύρα που ραγίζουν το νερό κι ανοίγουν μέσα στη θολούρα σα να ’ναι
χώρος θαλάσσιος μεγάλος, πιο μεγάλος κι απ’ τη δική σας την αυτοκρατορία.
Εκεί απάνω, περνάνε τώρα που σου μιλάω, μυγίτσες και ζωύφια.
Ανηφορίζουν και κατεβαίνουν. Γυαλίζουν λίγο κι ύστερα χάνονται. Εκεί απάνω,
σαλεύει ακόμα, ένα άσπρο φτερό σαν ερημιά.
Σ’ αυτήν εκεί τη λακουβίτσα εγώ την είδα την πατρίδα μου. Μεγάλη, μαύρη,
γεμάτη ζάρες και μυστικά. Με θάλασσες πολλές και βράχια. Με σκοτεινά περάσματα
και πετεινά από αίμα".
Αντώνης Ν. Παπαβασιλείου
(πρώτη δημοσίευση στην ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ)