29.3 C
Grevená
Παρασκευή, 4 Ιουλίου, 2025

Πρέπει να διαβάσετε

myGrevena
myGrevena
Δεν είμαστε “φορείς ” της Τέταρτης Εξουσίας. Ο ρόλος μιας εφημερίδας είναι να αφουγκράζεται τους πόνους και τις χαρές ενός τόπου και των ανθρώπων του και αυτούς να διακονεί, να υπηρετεί τις ανάγκες τους, όχι να εξουσιάζει.

Πάμιστι στ’ἁλώνια ρά…..

-Ἰλάτι ρά. -Θὰ ρθῆτι ρά; -Σιαποῦ ρὰ πααίντι ἰσεῖς; -Νά ρά, πααίνουμι σιαπέρα στοὺν Κάμπου. -Ἰκεῖ στ’παπποῦ τ’Στέργιου τοὺ χουράφ’, γίνκη ἰφέτου τρανὴ συγκεντρουσ’ γιὰ τ’ἁλώνια. -Ἴφιραν κιὅλα τὰ διμάτχια ἀπ’ τςθημουνιές. Τὰ κουβάλτσαν μὶ τὰ μπλάργια. Ἀπ’ σιαπὰν ἀπ’τὰ Ἰσιώματα, ἀπ’τοὺν Πύργου, ἀπ’ τ’Σιδέρ’, ἀπ’ τ’Γιάνν’ τ’Λάκκα, ἀπ’ τ’Βασίλ’ τ’Λάκκα, ἀπ’ τ’Βλάχ’ τ’Στρούγγα, ἀπ’ τ’Ἀπουκόλουμα,  ἀπ’ τ’Ζέρβα, ἀπ’ τὰ Κούτσουρα, ἀπ’ τοὺ Ριζό, ἀπ’ τοὺ Καλάμ’, ἀπ’ τςΣτινούρις, ἀπ’ τοὺ Κουφουλόγγ’, ἀπ’ τοὺ Καραούλ’, ἀπ’ τὰ Μαυρόϊα, ἀπ’ τ’Μπαζανίκα, ἀπ’ τοὺ Νουφανό, ἀπ’ τὰ Παλιάμπιλα, ἀπ’ τοὺν Σταυρό, ἀπ’ τὰ Γκουλιαβάργια, ἀπ’ ‘νΤσιούκα, ἀπ’ τ’Μπατᾶ, ἀπ’ τὰ Μπατζιλίκια, ἀπ’ τςΓκουρτσιές, ἀπ’ τοὺ Λειβάδ’, ἀπ’ τ’Γκόλιαβ’ τ’Ράχ’, ἀπ’ ‘νἸτιά, ἀπ’ τςΧαλκιόπις, ἀπ’ τὰ Τσακνάθκα, ἀπ’ τοὺν Παλιάμπιλου, ἀπ’ τ’Διμοιρία, ἀπ’ τὰ Κέδρα κι ὅπ’ εἶχαν χουράφχια στὰ λυκουρέματα ὅλα.

-Ἀ ρά, εἶδα μνιὰ μέρα δγυὸ μκρὰ πιδγιὰ νὰ φέρν’ μὶ τὰ μπλάργιατς διμάτχια ἀπ’ σιαπικεῖθι ἀποὺ ‘νΤσιούκα. Εἶδα κι φουβήθκα. Σὰν νὰ πάηναν δγυὸ θημουνιές στοὺν δρόμου μαναχιέςτις. Κι τοὺ ἕνα βάϊζι κάμπουσου.

Ἰκεῖ στ’ συγκέντρουσ’ ξανὰ θημώνιαζαν. Ἔρχουνταν στ’ μέσ’ ἡ πατόζα μὶ τοὺ μιγάλου τοὺ μπουρὶ ἁπ’ἔβγαζι τ’ἄχυρου. Ἴφιρναν ἕνα τρακτὲρ Λάντς μὶ σιδηρένις ρόδις κιἕνα μπόκ μπόκ μπόκ ἁπ’ σὶ ξικούφηνι. Ἔβγαζι κιἕναν δαυλιάρκου μαυρουχαχαλιασμένου καπνό… Ἀ κι μὶ ἕνα δυνατὸ λουρὶ-ἱμάντας ἔδουνι κίνησ’ σμπατόζα. Τοὺ λουρὶ αὐτὸ δὲν φλάγουνταν, κι ἅμα κάνας ἦταν ξίκους κιἀνέφταγους, αὐτὸ ἔκουβι κιφάλια κι χέργια. Ἡ πατόζα ἦταν μνιὰ ξυλέϊν κατασκιβή. Ἀπάνουτς δὲν εἶχι κάτ’ μηχανή. Ἔπιρνι μπρὸς τοὺ ἀνιβατόρ’, ξικινοῦσαν κι τ’ἄλουγα κι ἄλλα λουργιά. Ἔτσιας τἄλιγάμι ἰμεῖς τὰ πιδγιά. Τοὺν ἄλλουν κιρό, ἁπ’ τνεἶχαν ἀφμέν’ ἰκεῖ στοὺ Τυρουκουμείου, ἰμεῖς τὰ πιδγιὰ ἔμπηνάμι μέσα κι ‘νἰξιρηβνούσαμι. Στ’ἀνιβατόρ’, σνκάτ’ τ’μιριὰ ἕνας ἔβαζι τὰ διμάτχια, κιἕνας σνἀηπανὴ ἦταν ἡ ταϊστής. Ἔκουβι τοὺ διματκὸ μὶ μκρὸ λιλέκ’, κι τάϊζι-ἔρχνι ὅλου τοὺ διμάτ’ μέσα. Κι ἀρχινοῦσι ἡ δλιά. Ἄλουγα ἴλιγάμι αὐτὰ ποὺ κουπανοῦσαν τὰ στάχυα κι ἔπιφτι τοὺ στιάρ’. Ὕστιρα τοὺ κουσκνοῦσαν διάφουρα κόσκνα. Ἔπιφταν τὰ ἄγανα, τὰ σκύβαλα, δαυλὸς, ἶρα, ἡ βίκους, τὰ κότσαλα, ἡ χνούμ’ κι τὰ σμμάζιβι ἡ νοικουκυρὰ ὅλα γιὰ τςκότις κι τὰ χοιράδγιατς. Ἡ νοικουκύρς σάκκιαζι τοὺ στιάρ’ κι ζύϊαζι. Ἔδουνι κι τοὺ δικαίουμα-ἀξάϊ στοὺν μάστουρα τςπατόζας. Τέλους μάζουνι κι τ’ἄχυρου π’χρειάζουνταν γιὰ τὰ ζουντανάτ’ στοὺ χειμῶνα. Τ’ἄχυρου τοὔφιρναν σνἀχυρῶνα. Ἰκεῖ ἰμεῖς τὰ πιδγιὰ εἴχαμι γλέντ’, πατούσαμι τ’ἀχέρατα. Κυνηγιούμασταν ἢ πχιάνουμάσταν ἀπ’ τςγριντιὲς κι ἔφκιανάμι μέσ’ στ’ἄχυρα κουτρουμπλίτσις. Νὲ σκόν’ νὲ πλιμόνια νὲ τάχα θὰπάθν’ καμνιὰ λοίμουξ’ τὰ πιδγιά, νὲ καντίπουτας.

Ὅλις αὐτές οἱ λέξεις τ’ἁλουνισμοῦ εἶνι ἀρχαῖις!!! Αἰῶνις προυτοῦ ἀκόμα νὰ φανοῦν οἱ ἔρμ’ οἱ Σκουπχιανοὶ αὐτοῦϊας σιαπάν’. Τί νὰ τςπῆς κιἀφνούς;

Εἴπητι κάνας τίπουτας γιὰ τὰ Σκουπχιανὰ τὰ τραγούδγια ποὺ τραγούτσαν στ’Βεύη κι αὐτοῦϊας σιαπέρα; Ἔμ κι τί ἄλλου θὰ μᾶς πήτι ρά;

Ἄει ἀρνιμα. Τί νὰ τοὺν πῆς κιαὐτόν;

6.7.2025

Πρόσφατες δημοσιεύσεις