Κουλόθρις κι κλόθρις τςἴλιγαν στοὺ χουργιό. Ἔβγηναν ἀσπριδιρὲς κι στρόγγυλις ντάμκις στὰ χέργια ἢ στοὺ πρόσουπου. Ἅμα ἔβγηνι στοὺ κιφάλ’ xάνουνταν οἱ τρίχις, ἦταν τριχουφάης. Ἦταν αὐτόϊας π’τοὺλέν’οἱ γραμματζμέν’ ἔκζιμα. Τςἔτρουγι, τςφαγούρζι ἀ κιὕστιρα ξιοῦνταν, ξιοῦνταν κι ξιοῦνταν πουλύ. Μόρα τςκοκκίντζαν κι τςμάτουναν. Ἐμ τὰ πιδγιὰ ἔτσιας ἦταν. Γκριζιαλνοῦνταν γκριζιαλνοῦνταν κι τί νὰ τάφκιαναν κι οἱ μάννιςτα ἰτότις, τὰ ἔρμα; Νὲ φάρμακα, νὲ ἀλοιφές; Καγκάνας. Σάματ’ κι τώρα ἁπ’ ἔχν τόσα φάρμακα, πόσ’ πιδεύουντι χρόνια μιτιαὐτά!
Ἰά πάηναν στ’μπάμπου τ’Στέργινα κι τςἔδουνι ἀποὺ κάνα ἰλιάτσ’.
Μὶ λιέει ἡ θχειάκουμ’ ἡ Πανάϊου, πρώτου φάρμακου ἦταν τοὺ θιρμουζύμαρου, π’τὄγραψάμι τςπρουἄλλις. Καφτὸ νιρὸ κιἀλέβρ’ λίγου λίγου κιἀνακάτουμα μὶ τ’ἀδράχτ’, κιἅμα κουρκούτχιαζι, ἔτσιας ζιστούτσκου, τ’ἄλειβαν μὶ τ’ἀδράχτ’ ἀπάν’ σνκουλόθρα.
Κιἄλλου φάρμακου ἦταν, λιέει ἡ Βαγιλὴ ἡ ἀξαδέρφημ’. Πάηνάμι στ’μπάμπου κι μᾶς ἔβαζι σιαὐτὴν κουκκινάδα πέτσα ἀπ’ τοὺ γάλα, ὅταν τοὺ βράζουμι. Ἔτσιας μὶ τοὺ λίπους ἔθριφι κιἔγιανι ἡ κουλόθρα.
Ἄλλις φουρὲς πάλι ἡ μπάμπου, σὶ κάτ’ τέτχοια, ἔβαζι κι μαγαρσιά. Ἦταν κι αὐτὰ θιραπαυτκά.
Πῶς βγαίν’ τώρα κι αὐτὴν ἡ λέξ’ δὲν σκαμπάζου ντίπ. Μπορεῖ πάλι ἡ Χρίσους, ἀπ’ σιακάτ’ ἀπ’ ‘νἈνθήνα, νὰ μᾶς τοὺ πῆ κιαὐτόϊας τοὺ σπουδαίου χουργιανκό!
Bάλτι του κι αὐτόϊας στὰ ἰλιάτσια τ’χουργιοῦ μας.
πέφτ’13μάρτ’2025, ἀνακουμιδὴ ἁηΝικηφόρου
ἀρνιμα