Ἔτσιας ἴλιγαν στοὺ χουργιό. Παρσινουγκούστιαρα ἴλιγάμι κα’ τοὺ 1960 τοὺ πιντακουσιάρκου, τὰ ἱκατουστάρκα χαρτχιά, κι τοὺ χιλιάρκου χήνα. Ἰπειδὴς παραἦταν πράσινου οὑλουπράσινου, σὰν τὰ φύλλα ἀπ’ τοὺ πράσου. Γιατιαὐτὸ κι τοὔλιγαν γκούστιαρα ἢ πρασινουγκούστιαρα. Εἴχαμι τςγκουστιαρίτσις ἁπ’ ἦταν κίτρινου-καφὲ ὅλις. Εἴχαμι κι τςγκουστιαραί. Αὐτοὶ ἦταν καφὲ ἀ κι πράσιν’. Δὲν ξέρου ἂν τοὺ χρῶματς εἶχι νὰ κάν’, μὶ τοὺ ἂν ἦταν σιρκοὶ ἢ θηλκοί.
Αὐτόϊας ἁπ’ γράφου σνκουρφὴ τοὖπι μνιὰ δόσ’ ἡ θκόζμας ἡ Τρανός. Ἅμα γίνκα δγιάκους κιἰγώ-1979, ἔδουσι ἡ Δισπότς ἡ Αὐγουστίνους στοὺν παπαΧρίσου αὐτόϊα π’τοὺ λέν’ οἱ παπᾶδις ὑπουγουνάτιου. Ἔτσιας τοὔλιγι ἕνας παλιὸς ἀφέντς. Πήγαμι στοὺ χουργιὸ κι λέμι στοὺν Τρανό. «Τώρα ἁπ’ ἔδουσι τοὺν παπαΧρίσου, νὰ δώσ’ κι σὶ σένα ἡ Δισπότς ἡ Διουνύσιους ὑπουγουνάτιου». Γυρνάει ἰτότις ἡ Τρανὸς κι μᾶς λιέει. «-Σώπατι ρὰ μπριώνδεις. -Τί σᾶς φάνκι; -Τί σᾶς ἦρθι; -Γκαϊλὲς τρανὸς κι σικλιέτ’ μιγάλου. -Ὅ,τ’νἆνι θυμιέστι. -Μὶ χρειάσκι. -Σάματις κι τί μὶ χρειάσκι; –Μὶ κλώθιτι (μὶ πααίν’ γύρου γύρου νὰ πλιαρώσου) κάνα πρασινου-γκούστιαρα στοὺ Μήτσιου τοὺ Γκρίμπα». Πρασινουγκούστιαρας ἦταν τοὺ πιντακουσιάρκου. Κι Μήτσιους Γκρίμπας ἦταν σνΚόζιαν, βλάχους ἀπ’τ’Σαμαρίνα, κάμπουσις δικαϊτιίς ἱιρουρράφτς κι ψάλτς στοὺν ἉηΔημήτρη. Γιὰ χρόνια ἔρραβι ράσα κι ἱιρὰ γιὰ τςπαπᾶδις. Ἦταν ἡ μόνους ὑπουδιάκουνους σὶ ὅλ’ τνΟὐρθουδουξία. Λάβισκνι μέρους σὶ λειτουργίις, ἰδίους ἅμα γένουνταν Ἰγκαίνια. Τοὺν ἀκαλνοῦσι πάντουτις ἡ π.Αὐγουστίνους στ’Φλώρινα. Τοὺν σέβουνταν κι τοὺν ἀγαποῦσι ἡ Μήτσιους, ἀκόμα ἀπ’’νΚατουχή. Ἔβανι κι αὐτὸς τοὺ στιχάρ’ κι ἔψιλνι μέχρι τ’μκρὴ εἴσουδου. Ἦταν καλὸς ράφτς στ’δλιάτ’ ἡ Μήτσιους. Ὕστιρα τοὺν διαδέθκι ἡ Νικουλάκς ἡ γιόςτ’. Ἔφκιανι μὶ μαστουργιὰ θκήτ’ τοὺ πατραχήλ’ ἁπ’ βάν’ ἡ παπᾶς στοὺ λιμότ’. Ἦταν κι κουντὰ στοὺ Δισπότ’ τοὺν Ἰουακείμ, ἁπ’ ἦταν μὶ τςἀντάρτις.
Ἄει, ἀρνιμα.
29.6.2025