1.6 C
Grevená
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Πρέπει να διαβάσετε

myGrevena
myGrevena
Δεν είμαστε “φορείς ” της Τέταρτης Εξουσίας. Ο ρόλος μιας εφημερίδας είναι να αφουγκράζεται τους πόνους και τις χαρές ενός τόπου και των ανθρώπων του και αυτούς να διακονεί, να υπηρετεί τις ανάγκες τους, όχι να εξουσιάζει.

Ἡ μπδιὰ τ’Τζουκουϊάνν’

Παρασκιουβὴ 16.8.2024 σήμιρα. Ἀπέρασι κι τςΠαναγίας, νὰ μᾶς ἀβουηθάει ὅλ’. Εἶνι μέρις τώρα, ἁπ’ βλέπου κατὰ ‘μπίσου τ’μιριὰ ‘πτοὺ Μαναστήρ’. Ἰκεῖα βλέπου ἀράδα μνιὰ ἀμπδιά. ‘Νεἶχι ἀμπουλιάσ΄ ἡ Θουμᾶς ΄πτοὺ Μηλουχώρ’ σὶ μνιὰ γκρικουρτσιά. Ἔκανι κάναδγυὸ χρουνιὲς μπίδγια. Ἰφέτους ὅμους ἔχ’ κι παραέχ’ πουλλά!

Προυΐ προυΐ πῆγα κι ‘νεἶπα καλημέρα. Γύρου γύρου γιόμπσι καραγάτσια ἀ κι ζίγρις. Καλὰ κιεἶχα μαζίμ’ ‘νκλούτσαμ’. Τὰ παραμέρσα ὅλα, ζύγουσα κι ‘νκόντιψα. Πῆρα πρῶτα ἀποὺ καταῆς ἕνα πισμένου κι τὄφαγα. Ἦταν ντὶπ ζιούκα. Αὐτάϊας τὰ μπίδγια ἅμα δὲν γέν’ ζιούκα δὲν τρώουντι μὶ τίπουτας. Ἡ ζιούκα γένιτι ἀποὺ μέσα λίγου λίγου ντὶπ καφὲ κιεἶνι γλυκειά. Μόνου ἔτσιας τρώουντι. Ἀλλιῶς εἶνι ντὶπ τραπέτσια κι κουμπγιάρκα. Εἶνι ὄχ’ μόνου κουμπγιάρκα, ἀλλὰ κι σὶ γκουρλών’ κιόλαντς. Σὶ βγαίνν’ τὰ μάτχια σὰν μπισλίκις. Μὸ ρα, ἂς εἶνι καλὰ ἡ κλούτσαμ’. Λύγσα καμπόσα κλουνάργια κι ἔτσ’ κατάφιρα νὰ μάσου καμνιὰ τριανταπινταριὰ στὰ τζιόπχιαμ’

Τνεἶδα, ἁπ’λέτι κι θυμήθκα τοὺ χουργιὸ κι τὰ παλιὰ τ’ἀμπέλια, ἰκεῖνα ἁπ’ τὰ συλλάρουσι κι μνιὰ χαρὰ ἡ ἀναδασμός. Ἀ ρά, σὶ τὶ ἔφτιγαν τὰ καημένα; Ἄει, ἄστου πάλι …

Ἰκεῖ στὰ παλιὰ τ’ἀμπέλια εἶχι τρανὲς καστανιὲς κι καρυές. Αὐτὲς ἦταν ἀδιρφουμοίργια. Εἶχι κι ἡ Τζουκουϊάνντς, ἀδιρφὸς τ’Γκισιλούλ’ κι τ’Τζουκουτζήμου, μνιὰ μπδιά. Σὰ νὰ εἶχι κι λίγου ἀμπέλ’. Αὐτὴν ἦταν τρανὸ δέντρου κι ἔβγαζι πουλλὰ μπίδγια! Ὅλ’ ‘νἴβλιπναν μὶ καλὸ μάτ’. Ὄϊ τ’Τζουκουϊάν’ ἡ μπδιά, ἴλιγαν! Ἔφκιανι κι μιγάλα μπίδγια. Ἰμεῖς ἡ τσιαπατουργιά, ἁπ’ βουσκούσαμ ἰκεῖ ἀποὺ γύρου τςμανάρις τςγίδις μας μὶ τοὺ σκνί, ἴβλιπνάμι τὰ μπίδγια σὰ μιζέδγια κι τὰ λιμπιζουμάσταν. Ὢχ μᾶς ἔτριχαν τὰ σάλια. Ἦταν κι μιρακλῆθκα! Ἅμα δὲν μᾶς ἴγλιπνι κανένας, ἔπιρνάμι κι ἀποὺ κανένα ἀποὺ καταῆς, γιὰ νὰ ἦταν ζιοῦκα.

Ἅμα ἔφταναν, ἡ παπποῦς ἡ Τζουκουϊάνντς μάζιβι τὰ μπίδγια στοὺ σακκί, τἄβαζι στοὺ νώμουτ’ κι τἄφιρνι στοὺ σπίτ’. Ἴσους ἔτσιας νὰ βγῆκι κιἡ παροιμία, «Πόσα μπίδγια παίρ’ ἡ σάκκους». Ἀποὺ καένα ζουπχιοῦνταν κι ἔβγανι τοὺ ζμίτ’. Ἔδουνι κι στ’ γειτουνιὰ ἀποὺ κανένα ἡ μπάμπουΓιάννου κι τ’ἄλλα, ὅσα ἦταν ἀγένουτα, τἄβαναν στοὺ στιάρ’, ἢ στ’ἄχυρου κι αὐτὰ κρατοῦσαν κι σιαπέρα κα’ τοὺ χειμῶνα. Ἦταν τοὺ Ε999 τ’κιροῦμας!

 

Ἰβλουημέν’ οἱ παπποῦδις μας,

ἁποὺ εἶχαν κι τέτχοια μιρακλῆθκα δέντρα! Πᾶν’ κι αὐτὰ μὶ τόσα ἄλλα…

ἀρνιμα

παρασκιουβὴ 16.8.2024

Πρόσφατες δημοσιεύσεις