Ἰά ρά, ξιπρουβότσαμι ἀντιπρουχτὲ τοὺ Ψυχουσαββάτου +7.6.2025 κι τοὺν Γιώργου τοὺν Πουλιόπουλου, στοὺν ἉηΓιώρ’ τςΚουζάντς. Μᾶς πόνισι! Θιὸς σχουρέστουν. Ἀτόφιους ἀ κι ντόμπρους! Εἶχι ‘νἀξαδέρφημ’ τ’Βαγγιλούδα. Κάναν κιρὸ ἦταν ἀ κι Δήμαρχους σιαπέρα κα’ τὰ χουργιά μας. Πήγα μνιὰ φουρὰ τ’ἁηΓιουργιοῦ στοὺ γιουρτάσ’. Ἀνάμισα στὰ λόϊα τὰ πουλλὰ μὶ λιέει κι τ’λέξ’ κτάμινους. Πρώτ’ φουρὰ ‘νἄκουγα. -Τί εἶνι αὐτόϊας, ἀ ρὰ Γιώργου, τοὺν λιέου. -Ἰά, μὶ λιέει. Ἅμα ἕνας στχιοῦνταν νὰ βουσκάη ἕνα κουπάδ’ ὅλουν τοὺν χρόνου. Ἦταν κτάμινους. Ἀπ΄ τ’ἁηΔημητριοῦ ὡς τ’ἁηΓιουργιοῦ, κι ἀπ’ τ’ἁηΓιουργιοῦ ὡς τ’ἁηΔημητριοῦ. Εἶχαν κιἴλιγαν κιἕναν λόγουν, Ἄει κι τ’ἁηΔημητριοῦ ἢ τ’ἁηΓιουργιοῦ νὰ φέξ’.
-Ἄλλου ἦταν ἡ στιχμένους, ξύψουμα κι τσαρούχια ἀπ’ τ’ράχησ’. Ἔπριπι νὰ τρῶς θκόσ’ ψουμὶ κι ἄρβηλα θκάσ’.
-Ἢ τόσου πλιαρουμὴ μὶ φαΐ κι ἕνα ζβγάρ’ ἄρβηλα προυκιασμένα. Τὰ προυκιασμένα τ’ἄρβηλα ἄντιχαν πιρισσότιρου. Αὐτάϊας τἄδινι τ’ἀφιντικό.
-Ἢ τόσου τοὺ κιφάλ’ μὶ φαΐ κι ἄρβηλα. Αὐτόϊας τοὔλιγαν ρόγα.
-Μὶ ‘νἀράδα ἴλιγαν ἅμα 4-5 ἔσμιγαν ἀποὺ καμνιὰ 30-40 κιφάλια ἡ καθένας κι τὰ βουσκοῦσαν μὶ ‘νἀράδα. Τόσις μέρις ἡ ἕνας ἀ κι τόσις ἡ ἄλλους. Ὅλ’ μὶ τ’σειρά. Αὐτόϊας μὶ ‘νἀράδα τοὔλιγαν κι ντέβρ. Τοὺ ντέβρ τοὺ λέν’ κι στ’Θάσου!
-Κι τὰ γιλάδγια πάλι τὰ βουσκοῦσαν μὶ ρόγα, τόσου τοὺ κιφάλ’. Κάθι χρόνου ‘νἰρμάδα ‘ντιμὴ ‘νἀνέβαζι ἡ γιλαδάρς, ὅπους φκιάν’ κι τώρα μὶ τςτιμὲς σὶ ὅλα τὰ πράματα.
Στοὺ Τρανὸ Λιξικὸ τ’Δημητράκου, 14τόμ’, γιὰ τ’λέξ’ ρόγα λιέει: στοὺς Βυζαντινοὺς καὶ στὴ Δημοτικὴ σημαίνει μισθός, ἰδιαίτερα στρατιωτῶν πληρωμή. Ἢ συμπεφωνημένος ἐτήσιος μισθὸς ὑπηρέτου. Καὶ τὸ ρῆμα ρογιάζω, σημαίνει:Προσλαμβάνω τινὰ εἰς τὴν ὑπηρεσίαν μου ἐπὶ μισθῷ.
Κυργιακὴ15.6.2025τοὺνἁγίουνΠάντουν
κι τ’ἁηΑὐγουστίνου
ἀρνιμα