20.4 C
Grevená
Σάββατο, 12 Ιουλίου, 2025

Πρέπει να διαβάσετε

myGrevena
myGrevena
Δεν είμαστε “φορείς ” της Τέταρτης Εξουσίας. Ο ρόλος μιας εφημερίδας είναι να αφουγκράζεται τους πόνους και τις χαρές ενός τόπου και των ανθρώπων του και αυτούς να διακονεί, να υπηρετεί τις ανάγκες τους, όχι να εξουσιάζει.

Ἀ ρά πῶς τρῶτι τοὺ γκανταΐφ’ ἰσεῖς; …

Ἔφκιαναν κάπουτι κι ἀλλότι στοὺ χουργιὸ γκανταΐφ’. Κι τὄφκιαναν οἱ γναῖκις, οἱ μάννιζμας μνιὰ φουρὰ τοὺ χρόνου. Τὄφκιαναν τςΤρανὲς τςἈπουκρές, μπουρεῖ κι τ’Βαϊοῦ μὶ τοὺν μπακαλιάρου. Ἰμεῖς τὰ πιδγιὰ θαρρούσαμι ὅτ’ τοὺ γκανταΐφ’ κι τ’μανέστρα τὰ σπέρν’ στοὺ χουράφ’ κι αὐτά, ὅπους κι τ’ἄλλα τὰ σπόργια. Ἤμασταν ντὶπ Χασιουτούλια κι πίσου ἀπ’ τοὺν ἥλιου!

Ἰχτὲ 7.6.2025, τςἉγιΚυργιακῆς, ἦμαν κι γὼ στὰ Σέρβγια. Εἶχι πανηγύρ’ ἡ Ἰκκλησιάτς. Ὕστιρα ἀντάμουσάμι μὶ τοὺν Ἀντρέα ἀπάν’ σνΚαστανιά, ὅπους ἀντάμουνάμι κάναν κιρὸ κάτ’ στοὺ Ζντιάν’. Ἔρχουνταν ἡ Ἀντρέας μὶ τοὺν Γιώρ’ τοὺν Πιστόλα κι ἔψιλναν κουντὰ στοὺν παπαΔρόσου. Ὕστιρα αὐτὸς γίνκη Δισπότς στοὺ Καρπινίσ’, ὑπέρουχους ἄνθρουπους!

-Ξέρς μὶ λιέει μνιὰ ἱστουρία γιὰ τοὺν θκόσας τοὺν Τρανό; – Σὰν τί ρά, Ἀντρέαμ’, τοὺν λιέου. -Ἰὰ ρά, μὶ λιέει. Κατέφκι ἀπ’ τοὺ χουργιὸ μνιὰ δόσ’ ἰδώϊας στοὺ παζάρ’ μνιὰ Διφτέρα. Ἦταν πουλὺ οὑμιλιτικὸς ἄνθρουπους. Δὲν ἔβανι γλῶσσα μέσα. Ἴλιγι πουλλά. Πιρνοῦσι ἀπόξου ἀποὺ τοὺ ζαχαρουπλαστείου κάτ’ ἰκεῖ στοὺ Ντιώνα κι μνιὰ παρέα τοὺν φώναξι νὰ πααίν’ μέσα. Πῆγι κι τούτους κι ἔκατσι μὶ ‘μπαρέα. -Παράγγειλάμι, τοὺν λέν’, ἕνα γλυκὸ κι γιὰτισένα. -Κι τί γλυκὸ ρά, παράγγειλέτι, τςλιέει. -Ἰά ρὰ Ἀφέντ’, τοὺν λέν’, παράγγειλάμι ἀποὺ ἕνα γκανταΐφ’ γιὰ ὅλ’.

Ἴφιρι τοὺ πιδὶ τὰ γλυκὰ κι τςἄφσι ἀπάν’ στοὺ τραπέζ’ κι ἕνα μκρὸ πηρούν’. Ὅλ’ ἡ παρέα καρτιροῦσι κι ξηρουγλύφουνταν, ἀλλὰ δὲν κουτοῦσαν νὰ ξαμώσν’ τὰ χέργιατς. Μὶ κάμπουσ’ ὥρα τοὺν ζγκνάει ἕνας κι τοὺν λιέει, -Ἄει, Νένι, ξικίνα ἰσὺ κι ν’ἀρχέψουμι κι μεῖς. Ν’ἀρχέψου, ρὰ πιδγιάμ’ καλὰ ἰγώ, ἀλλὰ δὲν ξέρου νὲ πῶς τοὺ λέν’, νὲ ἀποὺ ποῦ τ’ἀρχινοῦν, κι νὲ πῶς τρώιτι ἰτούτους ἡ δγιάουλους. Μὶ τὰ πουλλὰ τοὺ ξικίντσι τέλους κι ἔμαθι πῶς τρῶν τοὺ γκανταΐφ’.

-Ἀμ’τί θαρρῆτι. Τοὺ ἴδγιου ἔπαθάμι κι μεῖς τοὺν πρώτουν κιρὸ σνΚουζάν’ τ’1964. Πήγαμι στ’Θουμᾶ τοὺ ζαχαρουπλαστείου κουντὰ σμπλατέα. Ἦταν ἀπ’τοὺ Μέγαρου Γριβινῶν κι μπάρμπας τ’Γιάνν’ τ’φίλου μας. Ἰμεῖς δὲν ἤξιρνάμι νὰ ποῦμι τὰ γλυκὰ μὶ τὄνουματς. Ἔδειχνάμι κι ἴλιγάμι τοὺν Θουμᾶ ἀπ’ αὐτόϊας βάλι μας. Κιαὐτὸς γιλοῦσι μὶτ’ἰμᾶς. Κάτ’ φουρὲς μᾶς κέρασι κιόλαντς. Κιἔβγαζι μνιὰ πουτίγκα!!! Φαντάσ’, ἡ πάστα ἰτότις εἶχι δγυόμψ’ δραχμές, κι σήμιρα 1 ἰβρὸ ἔχ’ 344 δρχ!!! Ἰά βγάλι ρά, ὄργουν ἀ κι χουτζιοὺμ ἰσὺ μὶ τοὺ ἰβρό… Ποῦ νὰ βγάλτς ἀ ρὰ τοὺ ἔρμουτ’… Ὅλα γίνκαν ἴσιουμα. Μὴ χαζὰ ρά. Μὴ χαζὰ ρά. Σὶ ποιχὸ νουχτάρ’ τραβοῦμι;

 

Ἄει ἀρνιμα.

Ὀ ρὰ μνιὰ χαρὰ ἤμασταν ἰτότις… Ἀμ τώρα…

13.7.2025

Πρόσφατες δημοσιεύσεις