Ἀπ’ τοὺ σκαφίδ’ ξικινοῦσι ὅλ’ ἡ ζουὴ τςοἰκουγένειας στοὺ χουργιό! Δὲν ὕπαρχει σπίτ’ ἁπ’ νὰ μὴν ἔχ’ σκαφίδ’. Αὐτούϊας σιακάτ’ κι ἰξιλειγμένα τοὺ λέν’ σκάφη. Ἀλλὰ ἰμεῖς στοὺ χουργιὸ τοὔλιγάμι σκαφίδ’. Στοὺ σπίτ’ εἴχαμι δγυὸ τρανὰ σκαφίδγια. Στοὺ ἕνα ζύμουνι ἡ μάνναμ’ ἀ κι στ’ἄλλου πατούσαμι τὰ σταφύλια μὶ τοὺν Βασίλ’. Ἔβανάμι μπότις ἢ μὶ τὰ πουδάργια μας τσίτσαρα. Κιὰ τὰ δγυὸ μᾶς τἄχει φκιάσ’ ἡ μπαρμπαΚώστας ἡ Γκούγκουρας ἀπ’ τοὺ Ρύμνιου. Ἦταν ἀδιρφὸς τςμπάμπους τςΣουλτάνας. Ἡ μπάμπου τοὺν ἀγαποῦσι πουλὺ κι τοὺν ἴλιγι μὶ καμάρ’ Κουσταντῆ! Ἦταν πλατανίσια τὰ σκαφίδγια μας. Τὰ πιλικοῦσι, τἄσκαβι μὶ τ’σκιπαρνιά. Ἀποῦ ταύτου τοὔλιγαν κι σκαφίδ’, ἀφοῦ ἔσκαβι μὶ τ’σκιπαρνιὰ τοὺν κουρμό. Ἡ σκιπαρνιὰ ἦταν σὰν τρανὸ σκιπάρ’. Τρουχίζουνταν μὶ τοὺ πριάκουνου κι εἶχι καλὴ κουψιά. Τοὺ σκαφίδ’ ἀπ’ζύμουνι ἡ μάννα ἦταν γυαλτζμένου. Ἀφοῦ τὄσκαβι, στοὺ τέλους τοὺ γυάλτζι μὶ κουμμάτ’ τζιάμ’ π’δὲν ἀφήν’ ἀγκίδις. Ὅπους ἔφκιανάμι κι τὰ στλιάργια γιὰ τὰ τσικούργια μας. Γιὰ νὰ μὴν ἔβγαζαν ἀγκίδις στὰ χέργια. Ἅμα ἔσουνι τοὺ ζύμουμα κι ἔβαζι τὰ πλαστάργια στὰ πνακουτά, (αὐτοῦϊας σιακάτ’ τοὺ λέν’ πινακωτή), ὕστιρα καθάρζι τοὺ σκαφίδ’ μὶ τοὺν ξύστρου, γιὰ νὰ μὴν ἀπουμείν’ ζμάργια κι ἀλέβρια. Ἔπριπι νἆνι καθαρὸ κι σκιπαζμένου μὶ κάνα μισάλ’ γιὰ τοὺ ἱπόμινου ζύμουμα. Στςδέκα ἢ στςδώδικα μέρις πάλι θὰ χράζουνταν ζύμουμα. Ἅμα ἔβγαζαν ψουμὶ κι στὰ μαντριὰ κι στςστροῦγγις ἔσουνι τὰ’κουσιοῦ.
Ἔβανι ἡ μάνναμ’ δγυὸ ταγάργια-ντινικέδις ἀλέβρ’ κι ἀνάπχιανι τοὺ προυζύμ’, μὶ μνιὰ μπραγάτσα ζιστὸ νιρὸ πρῶτα κι ὕστιρα ζύμουνι ὅλου τ’ἀλέβρ’. Ἅμα γένουνταν, ὕστιρα ἔφκιανι τὰ πλαστάργια ἀ κι τἄβανι στὰ πνακουτά, γιὰ νὰ ἄργαζαν, (τώρα τοὺ λέν’ νὰ ξικουραστῆ, νὰ οὑριμάσ’). Τὰ πνακουτὰ ἦταν κι αὐτὰ μουνουκόμματους κουρμὸς πλατανίσιους. Πέρα πέρα στοὺν κουρμὸ ἔφκιαναν δέκα φουλιὲς γιὰ τὰ πλαστάργια. Ἀλλὰ ἡ μάνναμ’ πχιὸ πρακτικιὰ ἀπ’ τςἄντρ’ τἄκουψι στ’μέσ’, γιὰ νὰ σκώνουντι ἰφκουλότιρα! Ἦταν μαστόρσα σὶ ὅλα! Τώρα τὰ φκιάν’ ὅλα καρφουτὰ μὶ σανίδγια.
Ἅμα σκόρπσαμι ἡ οἰκουγένεια γκρέμσαμι τοὺν τρανὸ τοὺν φούρνου κι ἔφκιασι ἡ μάνναμ’ μαναχιάτς ἕναν μκρὸ γιὰ ἕξ’ πλαστάργια. Μὶ τοὺν σεισμὸ 13.5.1993 πάει κι ἰτούτους! Ἄφσι κι τοὺ τρανὸ τοὺ σκαφίδ’ κι εἶχι ἕνα σκαφιδούλ’. Μούγκι αὐτόϊας ἀπόμκι κι τοὺ πλαστήρ’ μὶ τοὺν πλάστ’…
Τώραϊας ἁπ’ γράφου αὐτάϊας, πᾶν’ ὅλα… Θλῖψ’. Σιαποῦ πααίν’ ἡ μνυαλὸς τ’ἀνθρώπ’… Κλαίου… κι δακρυάζου… Ἔτσιας εἶνι τὰ ἀνθρώπινα…
Lakrimae rerum!!! (Δάκρυα τῶν πραγμάτων).
διφτέρα2.6.2025ἁηΝικηφόρου
ἀρνιμα