2010, Γρεβενά. Ο μαθητής της έκτης δημοτικού Μίλτος Τεντόγλου παίρνει μέρος στους αγώνες τρεξίματος των δημοτικών σχολείων της περιοχής του. Καταφέρνει να προκριθεί, με πέντε ακόμα μικρούς συναθλητές, στους τελικούς του σχολικού πρωταθλήματος στίβου. Δεν θα είναι όμως μέσα στα μετάλλια κι έτσι δεν θα μπει στο ραντάρ των γυμναστών, που με το πέρας των αγώνων τηλεφωνούσαν στους γονείς των νικητών για να τους πουν ότι τα παιδιά τους έχουν, μάλλον, κάποιο ταλέντο στον αθλητισμό και να τους προτείνουν να τα στείλουν στον στίβο. Ο Μίλτος Τεντόγλου περνάει απαρατήρητος.
Τρία ή τέσσερα χρόνια αργότερα, στα 15 του πια, ο έφηβος Γρεβενιώτης κάνει παρκούρ με την παρέα του, η οποία βρίσκει στις εγκαταστάσεις του Δημοτικού Σταδίου Γρεβενών ένα ιδανικό τερέν για ασφαλείς πτώσεις. Οι φύλακες δεν τους αφήνουν να χρησιμοποιήσουν το γήπεδο –το παρκούρ θεωρείται επικίνδυνο– και τους διώχνουν. Είναι η στιγμή που εμφανίζεται ο Βαγγέλης Πανανίκος, καθηγητής φυσικής αγωγής και προπονητής στίβου, που έμελλε να γίνει ο πρώτος προπονητής ενός φερέλπιδος άλτη. «Τους κράτησα στο γήπεδο, όλη την παρέα. Ηταν πέντε έξι παιδιά», λέει ο ίδιος στην «Κ». «Τους είπα να χρησιμοποιούν τα πάντα, το στρώμα του ύψους, το σκάμμα και ό,τι άλλο θέλουν, φτάνει στο τέλος να τα σκεπάζουν για να μη βραχούν και χαλάσουν. Και, όντως, υπήρξε μια συνεργασία», θυμάται.
Τα παπούτσια που γλιστρούσαν
Μέσα στο γήπεδο ο Παπανίκος παρατηρεί τον Τεντόγλου και διακρίνει το ταλέντο του. «Πρότεινα σε όλους να έρθουν να κάνουν αθλητισμό, όχι μόνο στον Μίλτο. Τελικά, με διάφορους τρόπους, λέγοντάς τους ότι θα κάνουν παρκούρ τον χειμώνα, τους πείσαμε και άρχισαν να γυμνάζονται. Σταδιακά όμως. Ερχονταν δύο μέρες, έφευγαν δύο εβδομάδες. Ο Μίλτος δεν είχε ξανασχοληθεί με τον αθλητισμό», λέει.
«Πρότεινα σε όλους να έρθουν να κάνουν αθλητισμό, όχι μόνο στον Μίλτο. Τελικά, με διάφορους τρόπους, λέγοντάς τους ότι θα κάνουν παρκούρ τον χειμώνα, τους πείσαμε και άρχισαν να γυμνάζονται».
Η δειλή αυτή αρχική επαφή των εφήβων με τον στίβο ήταν αρκετή για να καταλάβουν όλοι ότι εδώ υπήρχε μια περίπτωση που δεν θα πέρναγε πια απαρατήρητη. Ο Παπανίκος αναρωτήθηκε πώς και κανείς δεν τον είχε προσέξει νωρίτερα. «Του είπα: “βρε Μίλτο, εσύ πώς και δεν ήρθες νωρίτερα σε εμάς;”. Μου είπε: “Κύριε, εγώ έτρεξα στα δημοτικά, προκρίθηκα στον τελικό αλλά δεν κέρδισα γιατί γλίστρησα στην εκκίνηση”. Τα υπόλοιπα παιδιά φορούσαν παπούτσια με καρφιά (spikes), εκείνος γλίστρησε εξαιτίας του χωμάτινου τερέν που υπήρχε τότε στον στίβο με αποτέλεσμα να μείνει πίσω και να βγει τέταρτος. Εμείς, όμως, παίρναμε τηλέφωνο μόνο τους τρεις πρώτους. Κάπως έτσι τον χάσαμε στα πρώτα χρόνια».
«Κύριε, εγώ θα έρθω στον στίβο από Σεπτέμβρη»
Τεντόγλου και Παπανίκος ξεκινούν τη συνεργασία τους και ο νεαρός αθλητής λαμβάνει μέρος πρώτη φορά σε αγώνες. «Πάντα ως προπονητής επιμένω τα παιδιά να κάνουν πολλά αθλήματα και να μη βάζουν ταμπέλες. Ετσι, ο πρώτος αγώνας που κάναμε ήταν το έξαθλο στα Γιάννενα, με έξι αγωνίσματα: μήκος, ύψος, σφαίρα, ακόντιο, 600 μέτρα και εμπόδια, όπου ο Μίλτος κέρδισε σε αυτούς τους αγώνες στο σύνολο της βαθμολογίας. Τότε στο μήκος είχε κάνει περίπου 5,80. Ηταν ο πρώτος του αγώνας και υπάρχει μια φωτογραφία από το πρώτο του άλμα που είναι πια συλλεκτική», αφηγείται ο προπονητής.
«Του είπα: “βρε Μίλτο, εσύ πώς και δεν ήρθες νωρίτερα σε εμάς;”. Μου είπε: “Κύριε, εγώ έτρεξα στα δημοτικά, προκρίθηκα στον τελικό αλλά δεν κέρδισα γιατί γλίστρησα στην εκκίνηση”».
Ομως στον Μίλτο Τεντόγλου άρεσε αρχικά το ύψος. «Είχα τότε μια αθλήτρια στο ύψος, πολύ καλή και πανελληνιονίκη, την Ιωάννα Ζάκα. Αυτός εντυπωσιάστηκε από το πόσο ψηλά πήδαγε εκείνη και πήγε σε κόντρα μαζί της, να τη συναγωνιστεί. Οπότε, στην αρχή έκανε άλμα εις ύψος. Ομως ο επόμενος αγώνας του ήταν το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα στη Θεσσαλονίκη, στο Καυταντζόγλειο Στάδιο, στις ηλικίες κάτω των 16 ετών, όπου ήρθε στο μήκος δεύτερος με 6,40. Αυτός ήταν ο αγώνας που τον έπεισε μετά να συνεχίσει να ακολουθεί τον στίβο γιατί του άρεσε που κέρδισε πανελλήνιο μετάλλιο. Τότε είπε μόνος του: “Κύριε, να ξέρετε εγώ θα έρθω στον στίβο από Σεπτέμβριο και θα αρχίσω να γυμνάζομαι”, ενώ μέχρι τότε τον παρακαλούσαμε εμείς».
Ο Τεντόγλου άρχισε τότε πραγματικά να μπαίνει στο «λούκι του στίβου», όπως χαρακτηριστικά λέει ο πρώτος του προπονητής και να εξελίσσεται ραγδαία. Την επόμενη χρονιά από το 6,40 έκλεισε με 7,13 και αργότερα με 7,73 που είναι το πανελλήνιο ρεκόρ παίδων, φτάνοντας γρήγορα στο 8,19 στα Γρεβενά και σημειώνοντας πανελλήνιο ρεκόρ εφήβων. Με αυτό το άλμα προκρίθηκε ταυτόχρονα και στην Ολυμπιάδα του Ρίο. Ο μικρότερος Ελληνας αθλητής του στίβου που συμμετείχε ποτέ σε Ολυμπιάδα. Ηταν 17 χρονών και πήγαινε τρίτη Λυκείου.
«Οι παράγοντες υπάρχουν γιατί υπάρχω εγώ»
Ο Βαγγέλης Παπανίκος θυμάται ότι στους Ολυμπιακούς του 2016 ο Τεντόγλου πήγε μόνος του, έχοντας σημειώσει επίδοση 7,91 στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Εφήβων στην Πολωνία. «Δεν δόθηκε από την Ομοσπονδία η δυνατότητα να έχω διαπίστευση, ούτε να μπορέσω να πάω και το παιδί έμεινε μόνο του. Εκανε 7,62 στον προκριματικό πατώντας είτε πολύ πίσω είτε άκυρο. Δεν ξέρουμε τι θα γινόταν αν είχε μαζί του τον προπονητή του», λέει τονίζοντας: «Στο Ρίο δεν τον πίστεψαν ως αθλητή. Θεώρησαν οτι ήταν μικρός, ότι δεν θα κάνει κάτι».
«Ο Μίλτος ήταν αυτό που είναι και σήμερα: απλός, καθαρός, δεν δίνει σημασία στους παράγοντες. Ελεγε: “Οι παράγοντες υπάρχουν γιατί υπάρχω εγώ ως αθλητής”. Οπότε αυτό κάποιοι που έχουν χρόνια στις ομοσπονδίες δεν μπορούν να το χωνέψουν».
Ενώ η Ομοσπονδία έβλεπε πως ο Τεντόγλου είχε χάρισμα, ο προπονητής του σχολιάζει πως η στάση τους δεν ήταν καθόλου υποστηρικτική. «Εκείνο που δεν μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν ήταν ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο ένα παιδί αντιμετωπίζει τους παράγοντες. Ο Μίλτος ήταν αυτό που είναι και σήμερα: απλός, καθαρός, δεν δίνει σημασία στους παράγοντες. Ελεγε: “Οι παράγοντες υπάρχουν γιατί υπάρχω εγώ ως αθλητής”. Οπότε αυτό κάποιοι που έχουν χρόνια στις ομοσπονδίες δεν μπορούν να το χωνέψουν. Νομίζουν ότι αυτοί είναι οι πρωταγωνιστές, με αποτέλεσμα μια αντιμετώπιση του παιδιού όχι ανάλογη του ταλέντου του. Αυτό βέβαια τα πρώτα χρόνια της καριέρας του. Μετά είδαν ότι εδώ υπάρχει ατόφιο χρυσάφι και στρέψανε την προσοχή τους».
Ο Τεντόγλου γυρίζει απογοητευμένος από την εμπειρία του Ρίο και σκέφτεται να εγκαταλείψει τον στίβο. «Δεν βρήκε κάτι που να τον αγκαλιάσει εκεί και έλεγε “θα σταματήσω”, θεώρησε ότι δεν θα έχει ο ίδιος συνέχεια. Εκεί πέσαμε πάνω με τη μητέρα του και κάναμε διάφορες συζητήσεις και τελικά κατάλαβε ότι ο αθλητισμός έχει 100 στιγμές λύπης, αλλά μία χαράς και επιτυχίας που τα σβήνει όλα».
«Τα παιδιά θέλουν να γίνουν Τεντόγλου»
Ο Παπανίκος περιγράφει τον Τεντόγλου ως αθλητή που έχει ένστικτο και θεωρεί ότι αυτό ήταν που τον οδήγησε και στην επιλογή του Πομάσκι. Άνθρωποι από την Ομοσπονδία πήγαν στα Γρεβενά για να συζητηθεί το μέλλον του Τεντόγλου. Η μητέρα του ήθελε ο γιος της να μείνει ακόμα ένα χρόνο στα Γρεβενά, ο Παπανίκος δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει αλλά η πρότασή του ήταν να πάει στην Αθήνα να προπονηθεί με τους καλύτερους. «Και όταν λέμε καλύτερους εννοώ τους καλύτερους γιατρούς, φυσιοθεραπευτές, τις καλύτερες αθλητικές εγκαταστάσεις, τους καλύτερους συναθλητές και τον καλύτερο προπονητή που είναι ο Γιώργος Πομάσκι», λέει γενναιόδωρα, χωρίς να ξεχνάει από πού ξεκίνησε ο Τεντόγλου.
«Αν και δεν μίλησα ακόμα μαζί του, πιστεύω ότι δεν κοιμήθηκε βλέποντας τι μπορεί να διορθώσει στα άλματά του στον επόμενο αγώνα. Πιστεύω ότι έχει μέλλον μπροστά του. Είναι νέος και θα φέρει διακρίσεις».
Ο πρώτος προπονητής του Τεντόγλου φαντάζεται ότι ο χρυσός Ολυμπιονίκης του Παρισιού δεν θα βγήκε να πανηγυρίσει το μετάλλιό του όπως άλλοι πρωταθλητές την ημέρα της νίκης, αλλά θα κάθισε να κοιτάξει τα άλματά του με την ησυχία του, στο δωμάτιό του στο Ολυμπιακό χωριό. «Αν και δεν μίλησα ακόμα μαζί του, πιστεύω ότι δεν κοιμήθηκε βλέποντας τί μπορεί να διορθώσει στα άλματά του στον επόμενο αγώνα. Πιστεύω ότι έχει μέλλον μπροστά του. Είναι νέος και θα φέρει και άλλες διακρίσεις».