Γλέπου μνιὰ μέρα ἕνα βιντιάκ᾿. Ἔδειχναν αὐτοῦϊας σιακάτ’ σνΚαρίτσα ἕνα καλό φρέσκου πιδὶ κι τςἴλιγι πῶς μιτροῦν τοὺ χιόν’ ἰκεῖ σιαὐτοί, στοὺ χουργιότς. Πχιὸ πολὺ ἦταν ἡ τρόπους ἁπ’ τἄλιγι. Ἦταν ντὶπ χουργιάτκους. Ἡ Καρίτσα εἶνι καλὸ χουργιὸ στὰ πλάϊα τ’Κίσσαβου. Τςἴλιγι τὄνα κι τἄλλου ἀ κι οἱ ἄλλ’ χάνουνταν στὰ γέλια.
Ἔτσιας εἶπα κι γὼ νὰ γκρατσουνίσου λίγου, ἀ κι νὰ πῶ πῶς τοὔλιγαν οἱ παπποῦδιζμας φόντας χιόντζι. Ὢπ χιόν’, ἴλιγαν. Πρῶτα ἀπιρνοῦσαν τὰ γκαρούλια. Ἦταν μνιὰ σειρὰ πλιά, νιρόκουτις μαῦρις, σὰν τρανὸ V φώναζαν ὅλα μαζὶ γκρ γκρ γκρ κι κλουθουγυρνοῦσαν κι πάηναν στὰ ζιστὰ μέργια σιακάτ’ ἀ κὶ πίσου ἀπ’ τ’Μπνάσια. Ἄει, ἴλιγάμι, πέρασαν τὰ γκαρούλια, ὅπ’ νἆνι θὰ χιουνίσ’. Ἅμα πάλι τὰ πρόβατα βουσκοῦσαν μαζιμένα, ἴλιγαν οἱ τρανοί, ἄει θὰ μᾶς χιουνίσ’, τὰ πρόβατα δὲν σήκουσαν κιφάλ’, βουσκοῦσαν μαζιμένα σουρόν.
Ἅμα ἀρχινοῦσι νὰ ρίχ’ ἀποὺ καμνιά, ἴλιγαν, ἄει μυγιάζ’.
Ἅμα ἔρχνι λίγου, ἴλιγαν, ἄει μᾶς τοὺ πασπάλτσι.
Μὶ λίγου παραπάν’, ἴλιγαν, ἔπχιασι μνιὰ σουλότα κι τοὺ χιόν’ τοὔλιγαν σλουτόχιουνου. Ἅμα ἦταν κὶ λίγου νότχιου, ἴλιγαν, ἄει χιουνόνιρου.
Ἅμα ἔρχουνταν λίγου σφιχτό, ἴλιγαν, ἄει μᾶς τοὺ ρίχ’ σπειρουτό. Αὐτὸ ἅμα ἔπιφτι ἀπάν’ σὶ λαμαρίνις ἀκούουνταν κιόλας τσιούγκ τσιούγκ.
Ἅμα ἔρχνι λίγου παραπάν’, ἴλιγαν, ἄει μᾶς ἔρξι τςγάτας τοὺ χιόν’. Ἴσια ἴσια ὅσου πατάει ἡ γάτα κι ἀφίν’ τουρό, ντὶπ λίγου.
Ἅμα ἔρχνι καναδγυὸ πόντ’, ἴλιγαν, ἄει ἴσια μὶ ἕνα τσαρούχ’. Ὡς ἰκεῖ ἁπ’ ἔχν τςφασκιὲς γιὰ σφίξιμου τὰ τσαρούχια.
Ἅμα τὄρχνι σὰν πατσιαβούργια, ἴλιγαν μνιὰ πθαμή, δγυὸ πθαμές, ἢ ἕνα γόνα.
Ἅμα ἔρχνι χιόν’ μὶ ἀέρα κι χιουνουθύιλα τοὔλιγάμι ριμπούρ’ γιρὸ ἀκι δρουλάπ’. Αὐτόϊας ἅμα σ’ἵβρισκνι στοὺ δρόμου, σὶ βάρινι, σὶ γκάβουνι, δὲν ἴγλιπνις ντὶπ κι σ’ἔκουβι τνἀνάσα.
Ἔρχνι κάναν κιρὸ ἰτότις πουλλὰ χιόνια. Θἆταν κα’τοὺ 1975 τοὺν Γινάρ’. Πάτουσι χιόν. Ἅμα ξέκουψι, χρειάσκι νὰ κατιβοῦμι μὶ τὰ μπλάργια μας κάτ’ στΜπάρα, γιὰ νὰ πάρουμι τοὺν Δημήτρη κι τ’Βασιλκή, νιόπαντρ’ ἰτότις. Ἦρθαν ὡς τ’Μπάρα μὶ τοὺ ταξὶ τ’Δημήτρη τ’Τριανταφυλλίδη, ἀδιρφοῦ τ’Ἄλκη, ἀπ’ τὰ Σέρβγια. Ἰμεῖς μὶ τςἈράπδις κὶ τοὺ Γκέϊσ’, μαζὶ μὶ τοὺ Βασίλ’, κατέφκαμι Παλιάμπιλα κι ἔπριπι νὰ πάρουμι τοὺ μουνουπάτ’ γιὰ τ’Μπάρα. Ὅλα ἦταν σὰν ἕνα ἀπέραντου-καρσὶ ἄσπρου σιντόν’. Δὲ λαλοῦσι καντίπουτας. Καμπθινὰ μουνουπάτ’. Κι δὲν ἤξιρνάμι καταποῦ πέφτ’. Πρώτ’ φουρὰ κατέβηνάμι. Ἀμπρουστὰ ἡ Ἀράπς ἡ τρανός. Τί νουὴ εἶχι ἰκείνου τοὺ μπλάρ’! Πῶς τοὺ βρῆκι κι πῆρι τοὺ μουνουπάτ’ μέσα ἀπ’ τὰ πουρνάργια κιμᾶς ἔβγαλι ντὶπ στ΄Μπάρα!!! Ἰκεῖ βγήκαμι κι φουτουγραφία. Ἦταν μαζί μας κι ἡ Γιώργους τ’Σγκρουμπουκώτσιου. Ἡ Βασίλτς φώναξι, Ὦμπάρμπα Κώστα κάναδγυὸ φουρές, τοὺν Ξινουγκουντῆ, ἁπ’ εἶχι μαντρὶ ἰκεῖ κάτ’, ἀλλὰ δὲν ἀπηλουήθκι. Τοὺν λιέει ἡ θχειὸς ἡ Δημήτρης. Βασίλ’, φώναξι, Ὦ μπάρμπα Γκουντῆ, κι τότι μᾶς ἀπηλουήθκι. Κι ὕστιρα μουνουπάτ’ σιαπὰν’ σιαπάν’ τνἀνηφόρα ὡς τοὺ χουργιό.
Ἡ Βασίλτς, ἡ Βασιλκή, ἡ Γιώργους, ἡ Πάνους, ἡ Νένις, ἡ παπαΧρίσους, ἡ μάνναμ’ κι τόσ’ ἄλλ’ μᾶς καρτιροῦν ἰκεῖ Ἀπάν’, «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, λύπη καὶ στεναγμός, οὔτε χιόνια καὶ δρολάπια, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος….».
Ἄει καλὸν παράδεισουν σὶ ὅλ’.
ἀρνιμα
21 Γιναρίου 2025 ἁη Εὐγένιου Τραπεζούντιου.
Γιουρτάζ’ στοὺν Παράδεισου κι ἡ Εὐγένιους (ἅγιου πιδάκ’) τ’φίλουμ’ τ’Κώστα.