Κάναν κιρὸ εἶχι τοὺ χουργιό μας πόσα μπλάργια, ἄλουγα, γουμάργια κι βόδγια! Τἄλιγαν πράματα. Τοὺ κάθι σπίτ’ εἶχι κιἀχούρ’ μὶ κουπριές. Αὐτὲς τςφόρτουναν σὶ γαλίκια κι τςἔρχναν στὰ χουράφχιατς. Τὰ πράματα ἀβουηθοῦσαν πουλὺ σὶ ὅλις τςδλιές. Δὲν γένουνταν ἰτότις στοὺ χουργιὸ νὰ μὴν ἔχ’ ἕνα σπίτ’ ἕνα-δγυὸ μπλάργια. Οἱ μιρακλῆδις εἶχαν ἄλουγου. Οἱ κυρατζῆδις εἶχαν 5-6 μπλάργια κιἰκτιλοῦσαν μιταφουρές. Ὅπχ’ δὲν δυνάζουνταν κι τόσου εἶχαν γουμάρ’. Κι στὰ γουμάργια, κάνας μιρακλῆς πάλι εἶχι γουμάρ’ Καζακλαργιώτκου ἢ πιρήφανου Κυπραίϊκου. Αὐτὰ ἦταν σουματιρὰ γουμάργια. Ἴλιγαν κι παροιμίις, Μπόϊ σὰ γουμάρ’ κι γνώμ’ σὰ γουμάρ’! Στὰ βόδγια εἶχαν ἀποὺ ἕνα κι ἔφκιαναν ζβγάρ’ γιὰ τοὺ ὄργουμα μὶ ἄλλουν. Ἄλλους εἶχι μαναχόςτ’ ζβγάρ’.
Ὅμους τ’ἄλουγα κι τὰ μπλάργια ἤθιλναν κι πιτάλουμα ἢ καλίγουμα. Ἀλλιῶς ξιπαρταλιάζουνταν τ’ἀνύχιατα. Ἴλιγαν, ἄει ξιπιταλώθκι τοὺ μπλάρ’. Τὰ γουμάργια δὲν τὰ πιτάλουναν. Αὐτὴ ἡ πιριποίησ’ κάτ’ ἀπ’τὰ πουδάργια στὰ μπλάργια κι στ’ἄλουγα ‘νἴλιγαν πιτάλουμα ἢ καλίγουμα. Καμπόσ’ πιτάλουναν μόνου τ’ἀμπρουσνὰ τὰ πουδάργια. Ἰμεῖς δὲν πιτάλουνάμι τὰ βόδγια, ἀλλὰ σμΠτουλιμαΐδα εἶδα φουτουγραφία νὰ πιταλών’ βόδ’! Τοὖχαν ριγμένου καταῆς κι τοὺ πιτάλουναν!
Ἡ πιταλουτὴς ἰτότι εἶχι δλειὰ πουλλή. Κάθι Διφτέρα μὶ τοὺ παζάρ’ στὰ Σέρβγια ἦταν γιουμάτ’ ἡ αὐλὴ τ’Μαγαλιὰ ἀποὺ μπλάργια, ἄλουγα κι κουπρές, γιὰ νὰ πάρν’ σειρὰ γιὰ πιτάλουμα. Εἶχι κινούργια πέταλα κι πιταλουκάρφχια. Μνιὰ εἰδικιὰ ντανάλια γιὰ νὰ ξικαρφών’ τὰ σουμένα καρφχιὰ κι τὰ πέταλα. Τ’ράσπα γιὰ πιριποίησ’. Κιἕνα καλὸ σφυρὶ γιὰ τοὺ κάρφουμα. Ἅμα ἔβγαζι τὰ παλιὰ εἶχι ἕνα εἰδικὸ μαχαίρ’ ἁπ’τοὔλιγαν σιαντράτσ’. Μὶ τοὺ σιαντράτσ’ πιριποιοῦνταν τ’ἀνύχια. Κιὕστιρα κάρφουνι τοὺ πέταλου μὶ τὰ πιταλουκάρφχια κι ὅσου καρφὶ πιρίσσιβι τοὺ μουστάκιαζι ἀπάν’ στ’ἀνύχ’. Τέλους τ’ἄλειφι ὅλου κατράν’. Ἦταν ἀντισηπτικὸ φάρμακου. Ἅμα ἦταν κάνα τσινουμούλαρου τὄδιναν πουλὺ κουντὰ σὶ κάνα παλούκ’, γιὰ νὰ μὴν τςἔρχνι καμνιὰ γιρή.
Γιὰ τὰ πιταλουκάρφχια ἴλιγαν κι ἕναν λόγου στὰ χουργιά. Ἰριβνοῦσι, λιέει, ἕνας δημουσιουγράφους τί ἤξιρναν γιὰ τςἰφημηρίδις κιἀπάντσι ἕνας πάππους, Ἀ ρὰ δὲν εἶνι τὰ χαρτχιὰ ἁπ’ τυλίγν τὰ πιταλουκάρφχια;… ὢχ ὢχ …
Τώρα τοὺ καλιγώνου εἶνι λέξ’ γιὰ τνἴδγια τ’δλειά. Εἶνι λέξ’ μισιουνικιά, κι λατινικιά. Σημαίν’ βάζου παπούτσια. Δηλαδὴ σὰ νὰ βάζου στὰ πράματα παπούτσια. Ἔτσιας εἶπαν κι ἕναν αὐτουκράτουρα στ’Ρώμ’ Καλιγούλα. Ἦταν μκρὸ πιδὶ κι τοὺν ἔβαλαν ἄρβυλα στρατιουτκὰ κι ἡ στρατὸς τοὺν φώναξι ρυθμικὰ κα-λι-γού-λα κα-λι-γού-λα, δηλαδὴς πα-που-τσά-κια… Ἅμα τράνιψι ὅμους ἡ Καλιγούλας γίνκι ἕνας ἄχρηστους βρουμάνθρουπους!
Καλιγώνω στοὺ χουργιὸ ἴλιγαν κι ὅταν ἔβαναν πέτρις ἢ πλάκις σὶ δρόμου σὶ σουκάκ’ κι σὶ αὐλή. Ἄει καλίγουσάμι τοὺ δρόμου κι τναὐλή μας, γιὰ νὰ μὴν ἔχουμι ἄλλου λάσπις, ἰμπρέτσαμι μὶ τςλάσπις τόσα χρόνια…
Στοὺ χουργιό μας πιτάλουνι ἡ Παδημητρουζιώγας. Εἶχι σιαντράτσ’ κι ὅλα τὰ χρειαζούμινα κι πιτάλουνι ἀποὺ κάνα.
Σιαὐτάϊας τὰ ἠλικτρουνικὰ ἔχ’ βιντιάκια μὶ πιταλώματα. Εἶνι κάτ’ μιρακλήθκα λιβιντόπιδα κι τὰ χαίρισι νὰ τὰ γλέπς νὰ πιριποιοῦντι μπλάργια κι ἄλουγα. Κάμπουσα ἔχν κι παραμουρφουμένα πουδάργια, τὰ καημένα νὰ τ’ἀλπᾶσι.
Ἄει, 19φλιβάρ’2025
τςἁγίας φιλουθέας
ἀρνιμα