Ο νεαρός Βενετός ζωγράφος Renzo Biasion (φωτογρ. 1) βρέθηκε στην Κρήτη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ως υπολοχαγός της στρατιάς Siena, που εγκατέστησε τις βάσεις της στο Καλό Χωριό, στην Πρίνα και στους Μεσελέρους νομού Λασιθίου. Tα ιστορικά γεγονότα που εκτυλίχθηκαν κατά την εισβολή και παραμονή των ιταλικών στρατιών Siena και Lecce στην Σητεία και Ιεράπετρα αντίστοιχα, και η δραματική εκτροπή μετά την 8η Σεπτεμβρίου 1943, όταν οι Ιταλοί αποσχίστηκαν από τον Τρίτο Άξονα και στρατηγοί και υποστράτηγοι των παραπάνω στρατιών (Angelo Carta, Franco Tavana) συνεργάστηκαν με την Αντίσταση και τους Άγγλους (Patrick Leigh Fermor, και άλλους), έχουν περιγραφεί από Έλληνες (κυρίως Κρήτες) ιστορικούς και ιστοριοδίφες, όπως τους Γεώργιο Κάβο και Γεώργιο Παναγιωτάκη, αλλά παραμένουν ελάχιστα γνωστά στους ιταλούς ιστορικούς. Και αυτό είναι ένα κενό που αναγνωρίζουμε όσοι ιταλοί έχουμε ζήσει στη Κρήτη, ενώ οι ακαδημαϊκοί ιστορικοί των ιταλικών εδρών αγνοούν τα γεγονότα εκείνα όπου πρωταγωνίστησε ο ανθρωπισμός και η αξιοπρέπεια των κρητικών. Είναι όμως ιστορική αλήθεια ότι ο κρητικός λαός έδωσε τότε υψηλά δείγματα ανθρωπιάς και ψυχικής ανωτερότητας στους ιταλούς εισβολείς, και είναι γνωστές στη Κρήτη, αλλά όχι δυστυχώς στην Ιταλία, οι αμέτρητρες περιπτώσεις κρητικών οικογενειών που έκρυψαν ιταλούς στρατιώτες για να τους σώσουν από τους Ναζί μετά το 1943.
Το σημείωμα αυτό στοχεύει στην παρουσίαση αυτής της άλλης όψης της ιταλικής εισβολής στη Κρήτη: την πίστη στις ανθρωπιστικές αξίες που ενέπνευσαν οι κρητικοί στους εισβολείς τους. Στρεφόμαστε για τούτο στην περίπτωση του Ρέντζο Μπιαζιόν (Treviso, Βένετο 1914-Φλωρεντία 1996), έναν από τους αξιόλογους καλλιτέχνες της στρατιάς Σιένα που δρούσαν στον Άγιο Νικόλαο, και δεν σταματούσαν, ακόμα και κάτω από τις πολεμικές ιαχές, να εκφράζουν στη γλώσσα της τέχνης τα αισθήματά τους για τον παράλογο εκείνο πόλεμο.
Ο Μπιαζιόν είναι εξαιρετική περίπτωση επειδή ανδρώθηκε όχι μόνο καλλιτεχνικά αλλά και πνευματικά στη Κρήτη του πολέμου (1941–1943), για να εξελιχθεί αργότερα σε έναν από τους πρωτοπόρους και καινοτόμους καλλιτέχνες της μεταπολεμικής Ιταλίας, αλλά και σε ένα διανοούμενο και συγγραφέα που η μούσα του ήταν πάντα η Κρήτη! Στην ωριμότητά του είχε πράγματι συντίνει τα μέγιστα η περιπέτεια στην Ανατολική Κρήτη, στην Νεάπολη, στον Άγιο Νικόλαο, στην Ιεράπετρα. Η καλλιτεχνική του φύση έμελλε να τον διασώσει από την φρικαλεότητα του πολέμου, γιατί έστρεψε το βλέμμα του στα κρητικά τοπία και στους ανθρώπους. Πολλές όψεις της Ανατολικής Κρήτης τον σαγίνεψαν με την γαλήνια ομορφιά τους, και ανεξίτηλα μαθήματα ανθρωπιάς πήρε από τους μειλίχιους και φιλήσυχους άνθρωπους της, όπως τους περιέγραψε αργότερα στα βιβλία του.
Η θελκτική ομορφιά του Μεραμπέλλου, και η ανεξικακία των απλών ανθρώπων του, θα αποτελέσουν πράγματι για τον Μπιαζόν μεγάλη πηγή έμπνευσης κατά την διάρκεια του πολέμου, και αργότερα, κατά τη περίοδο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Πολωνίας και Γερμανίας (1943-1945), αλλά και καθόλη την μετέπειτα ελεύθερη ζωή στην Ιταλία. Αυτό μαρτυρείται τόσο από τα ζωγραφικά έργα του — κυρίως σχέδια (προσωπογραφίες) και υδατογραφίες —, όσο και από τα δύο βιβλία που αφιέρωσε στη Κρήτη, το Σαγαπώ (1953) και Σπίναλόγκα (1963).
Αρκετές τοπιογραφίες από την Κρήτη και προσωπογραφίες νέων και γέρων χάθηκαν την περίοδο της κατοχής, καθ’ ομολογία του ζωγράφου, ή δωρίθηκαν από τον ίδιο σε φίλους στρατευόμενους, ενώ όσα διασώθηκαν — περίπου 42 — φυλάσσονται στην Πινακοθήκη του Ιδρύματος Ιστορίας της Τέχνης Giorgio Cini της Βενετίας. Κληροδότηθηκαν από τον καλλιτέχνη με την επιθυμία, που είχε εκφράσει αρκετές φορές στη γυναίκα του Giselda (όπως γνωρίζω από την ίδια), να εκτεθούν κάποτε στη Κρήτη. Τα λίγα σωζόμενα σχέδια διακρίνονται για τη συναισθηματική ένταση και την αίσθηση ρεαλισμού, προαναγγέλλοντας τα ιταλικά νεορεαλιστικά κινήματα της μεταπολεμικής ζωγραφικής στην Ιταλία. Ο φημισμένος κριτικός τέχνης, απολογητής του Ιταλικού μεταπολεμικού νεορεαλισμού Alberto Sciaky (1908-1985), είχε δηλώσει ότι «κάθε καλλιτεχνική πράξη είναι κατάκτηση μέρους της πραγματικότητας». Και ο δημοκρατικός Μπιαζιόν, που είχε σφραγισθεί από την οδυνηρή εμπειρία ενός εξωφρενικού πολέμου, συμπλήρωσε σε συνέντευξη του 1966: «Αυτή την ιδέα είχα και εγώ• η ιδέα η δική μου όμως γεννήθηκε μέσα από αληθινή πίστη, αγάπη και φιλαδέλφια σ’ ένα λαό “νικημένο”. Και την αγάπη αυτή την έδειξα με έκδηλο τρόπο στις απεικονίσεις παιδιών [από την Κρήτη], αθώων θυμάτων του πολέμου». Πράγματι, ανάμεσα στις προσωπογραφίες του Μπιαζιόν, σχεδιασμένες με λίγες αδρές γραμμές, ξεχωρίζουν τα πρόσωπα μικρών αγοριών και κοριτσιών. Είναι παιδιά των χωριών της Ανατολικής Κρήτης, του Λασιθίου και του Ηρακλείου, παιδιά του πολέμου, ρακέντητα, αδυνατισμένα από την πείνα, με κουρελιασμένα ρούχα και βλέμματα άλλοτε διαπεριστικά, άλλοτε θολά και λυπημένα, και άλλοτε απεγνωσμένα (φωτογρ. 2, 3, 4). Κάθονται σε φθαρμένες καρέκλες, παραδομένα στη φτώχεια και στην αγωνία του ζοφερού αύριο, όπως θα ήταν τα παιδιά της Παλαιστίνης, αν ένας σημερινός ζωγράφος έστηνε το καβαλέτο του στη Γάζα. Για τον Μπιαζόν τότε, όπως για μας σήμερα, τα παιδιά, — τα πιο ανυπεράσπιστα θύματα του πολέμου — είναι οι εγκυρότεροι μάρτυρες της θηριωδίας του ανθρώπου.
Τα παιδικά σχέδια του Μπιαζιόν είναι «έργα λιτής, χειρονομιακής ζωγραφικής, έντονης στοχαστικότητας και λεπτής μελαγχολίας, και ισοδυναμούν με πολύτιμες ιστορικές μαρτυρίες», αποφάνθηκε η Χρύσα Δαμιανάκη στον κατάλογο της έκθεσης των έργων στη Βενετία (2004), αντίτυπο του οποίου έχει δώσει η συγγραφέας στη Βιβλιοθήκη του Πανεπ. Κρήτης. Μέσα από τις απεικονήσεις των παιδιών, ο ζωγράφος εκφράζει, πιστεύω, αγάπη, συμπόνια και αδελφοσύνη προς όλο τον λαό της Κρήτης.
Τα πορταίτα παδιών του Μπιαζιόν πλαισιώνονται από μερικά πορτραίτα νέων γυναικών. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα πορτραίτα δύο παρτιτζάνων γυναικών που πολέμησαν τους Ιταλούς και Γερμανούς εισβολείς. Η μία από αυτές (φωτογρ. 5) θα μπορούσε να ταυτισθεί με την Τερψικόρη Αδαμάκη Χατζοπούλου από την Σητεία, που υπηρετούσε την Αντίσταση ως τηλεγραφίστρια στη Μονή Τοπλού, συνελήφθη από τους Ιταλούς και φυλακίστηκε στη Νεάπολη επί έξι μήνες (όπου θα την είχε δεί ο Μπιαζόν και θα είχε σκιτσάρει το πρόσωπό της), και αργότερα μεταφέρθηκε στην Αγιά Χανίων από τους Γερμανούς. Με τη λήξη του πολέμου τιμήθηκε με μετάλλιο ανδρείας (Γεώργιος Παναγιωτάκης, Ντοκουμέντα από τη Μάχη και την Αντίσταση της Κρήτης 1941-1945, Ηράκλειο, 2000, σελ. 326). Κάποια από τα πορταίτα αυτά θα είχαν πιθανώς παρουσιαστεί στην έκθεση που οργάνωσε στην Νεάπολη, μεταξύ του χειμώνα του 1942 και του καλοκαιριού του 1943, ο Ιταλός φιλελεύθερος συνταγματάρχης Angelo Carta, φανερός αντιφασίστας (όπως εδειξε η στάση του από το 1943 και μετέπειτα).
Δεν ήταν μόνο οι καταρακωμένες ψυχές των νεαρών κρητικόπουλων. Και οι πόλεις της Κρήτης έδειχναν τα ερείπια τους, σταυρική μαρτυρία από το πέρασμα των δαιμονικών Ναζί. Ηράκλειο και Χανιά είχαν γίνει σωροί ερείπια, καθώς γράφει ο Μπιαζόν στο βιβλίο του Σαγαπώ, θέαμα φρικτρό και αποκρουστικό για έναν Βενετό που από τη φύση του τρέφει αγάπη για την αρχιτεκτονική των πόλεων, ιδίως των ιστορικών κτισμάτων. Γράφει χρόνια μετά, φέρνοντας στη μνήμη του την πόλη των Χανίων, όπως την είδε βομβαρδισμένη από τους Γερμανούς: «Σφυροκοπομένα από ανελέητους βομβαρδισμούς μέρα και νύχτα τα Χανιά καταστράφηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά. Από μικρή, πολύβουη πόλη, μετατράπηκε σε λίγες μέρες σε ένα νεκρό τοπίο με κατεστραμμένα σπίτια, γκρεμισμένα τείχη και ερείπια δεκάδων μέτρων ύψους, κάτω από τα οποία οι νεκροί ήταν αμέτρητοι».
Στο τέλος του πολέμου το 1945, ο Μπιαζόν επιστρέφει στην Ιταλία, φέροντας τα ψυχικά τραύματα του πολέμου και της φυλάκισης σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Πολωνία και Γερμανία από τις 8 Σεπτεμβρίου 1943, ως την απελευθέρωση από τους Αμερικανούς το 1945. Άρχισαν τότε να έρχονται στη μνήμη του όχι μόνο οι οδυνηρές εμπειρίες του φρικτού πολέμου, αλλά και οι στιγμές ψυχικής αναπτέρωσης που έζησε στη Κρήτη, χάρη στους ανθρώπους της. Τα μαθήματα ανθρωπιάς, αυτοθυσίας και ψυχικής ανωτερότητας που είχε πάρει από τους απλούς ανθρώπους, είχαν καταστεί για εκείνον το μεγαλύτερο ηθικό δίδαγμα. Αυτό τον βοήθησε να δεί καθαρά, κατά την περίοδο της αιχμαλωσίας μέσα στις φυλακές, την ουσία και την αξία της ζωής. Με γνώμονα αυτή την καθαρότητα όρασης, ελεύθερος πιά, εγκατέλειψε την πολύβουη και υπερφίαλη πόλη της Βενετίας, και εγκαταστάθηκε σε ένα βουνό. Εκεί, σε απόλυτη μοναξιά, άρχισε να πλάθει το νήμα των διηγήσεων του, ανατρέχοντας συνεχώς στο «ελληνικό παρελθόν» με πυξίδα την ανθρωπιά και την ψυχική, αλλά και πολεμική αντίσταση του κρητικού λαού. Το 1948 δημοσίευσε το Tempi bruciati ή Καμένοι (γράφε Χαμένοι) Καιροί, ένα σημαντικό ημερολόγιο των βιωμάτων του και της εμπόλεμης κατάστασης από το 1940 ως το 1945, όπου εξιστορεί και τα γεγονότα της σύλληψής του από τους Γερμανούς ως φιλελεύθερου, καθότι δεν συμπαρατάχθηκε με τους φασίστες ιταλούς που συντάχθηκαν με τους Ναζί. Το 1953 είδε το φως το Sagapò, μια συλλογή σύντομων αφηγήσεων, από όπου αναδύονται ζωηρά οι αναμνήσεις από τους κρητικούς και το ισχυρό σθένος τους. Το έργο αυτό διαλάλησε το όνομα του Μπιαζιόν σε Ιταλία και Ευρώπη, και σε αυτό στηρίχθηκε το σενάριο (1991), αν και με τροποποιήσεις, της ταινίας Mediterraneo του Gabriele Salvatores (Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, 1992). Στην Ελλάδα το βιβλίο έγινε γνωστό με τον τίτλο Στρατιά σ’ Αγαπώ (Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα 2009). Ακολούθησε το Spinalonga (1963) που εστιάζει επίσης στην Κρήτη, αλλά εκτείνεται και στις αναμνήσεις του Μπιαζιόν από την εμπόλεμη Ελλάδα. Την έμπνευση για το βιβλίο αυτό του είχε δώσει το περίφημο νησάκι στον κόλπο του Μεραμπέλλου, η Σπιναλόγκα, κάποτε κατοικητήριο λεπρών.
Πρίν πεθάνει στη Τοσκάνη το 1996 ο Μπιαζιόν δώρησε το 1989, όπως προανέφερα, τα σχέδια και τις υδατογραφίες που έκανε στη Κρήτη στο Ίδρυμα Giorgio Cini της Βενετίας, το οποίο οργάνωσε μια έκθεση των έργων το 2004. Ο κατάλογος εκείνης της έκθεσης (Ricordi di guerra e di prigionia. I disegni di Renzo Biasion della Fondazione Giorgio Cini, Βενετία, Marsilio, 2004) περιλαμβάνει τη μελέτη της ιστορικού τέχνης Χρύσας Δαμιανάκη (σελ. 73–85), που πραγματεύεται την καλλιτεχνική δραστηριότητα του Μπιαζιόν στην Κρήτη για την οποία η συγγραφέας είχε κάνει εκτεταμένη έρευνα. Ενθουσιασμένη και η ίδια από την περίπτωση αυτού του καλλιτέχνη, που άντλησε μόνο ανθρωπιστικά διδάγματα από τη Κρήτη μέσα στη δίνη του πολέμου, και τα πρόσφερε ως αντίδωρο στη Κρήτη και στην ανθρωπότητα με το καλλιτεχνικό και συγγραφικό του έργο, θέλησε να συνδράμει στην πραγματοποίηση του ονείρου του: να εκτεθούν τα έργα του στη Κρήτη. Ήρθε για τούτο σε συνενόηση με το Ίδρυμα Cini το 2005 και εξασφάλισε τον δανεισμό των έργων για μια έκθεση στην Κρήτη. Καμμία όμως από τις δημοτικές αρχές Αγίου Νικολάου, Ηρακλείου και Χανίων δεν προθυμοποιήθηκαν τότε να φιλοξενήσουν τα έργα αυτά (παρόλες τις από κοινού συνεχείς προσπάθειες μας), είτε για οικονομικούς λόγους, είτε γιατί δεν κατάλαβαν την ιστορική τους σημασία και την ανθρωπιστική διάσταση. Ας ευχηθούμε ότι τώρα μπορεί να γίνει μια έκθεση σε κάποιο κρητικό δήμο, όχι των έργων — θα κόστιζε πολύ σήμερα η ασφάλειά τους —, αλλά φωτογραφιών των έργων του Μπιαζιόν. Θα ήταν η μεγαλύτερη μαρτυρία ανθρωπιάς, ευγνωμοσύνης και αγάπης ενός ακούσιου εισβολέα προς τον λαό της Κρήτης. Η Χρύσα Δαμιανάκη και εγώ είμαστε πρόθυμοι να συνδράμουμε, γιατί γνωρίζουμε ότι η ψυχή του Μπιαζιόν θα είναι εκεί, στην αγαπημένη του Κρήτη, για να υποδεχθεί τα έργα του!
Αngelo Romano
Kαθηγητής Ιταλικής Λογοτεχνίας και Θεάτρου
Πανεπιστήμιο του Σαλέντο (Απουλία Ιταλίας)
Μετάφραση Χρύσας Δαμιανάκη-Romano
Eικόνες
- Ο Ρέντζο Μπιαζιόν μπροστά στον Παρθενώνα (1941)
- Καθισμένο παιδί (1942)
- Παιδί με παλτό καθισμένο (1943)
- Προσωπογραφία παιδιού (1943)
- Αντάρτισσα (Λασίθι 1942)






