3.6 C
Grevená
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024

Πρέπει να διαβάσετε

myGrevena
myGrevena
Δεν είμαστε “φορείς ” της Τέταρτης Εξουσίας. Ο ρόλος μιας εφημερίδας είναι να αφουγκράζεται τους πόνους και τις χαρές ενός τόπου και των ανθρώπων του και αυτούς να διακονεί, να υπηρετεί τις ανάγκες τους, όχι να εξουσιάζει.

Ηλίας Καφάογλου: Πώς να μιλήσεις για μια πόλη; / Για το λεύκωμα του Βαγγέλη Νικόπουλου

Βαγγέλης Νικόπουλος, ΓρεβενάΠόλη του μόχθου, 1904-1993. Μαρτυρίες,  Γρεβενά  2022, 528 σελ.

Πώς μπορείς να μιλήσεις  για τα Γρεβενά, τον 19ο αιώνα, μέχρι τα πρώτα χρόνια του 20ού, τον  «αιώνα-διπρόσωπο Ιανό»; Τι ερωτήματα μπορεί κάποιος σήμερα να θέσει για την πολεοδομία τους, τους δρόμους τους, τα οδόσημά τους, τα στέκια, τους ανθρώπους που τα  κατοικούσαν και τα περπατούσαν, τις οικονομικές συναλλαγές,  τις συλλογικές νοοτροπίες, τις ατομικές συνήθειες, τους τρόπους, τα πάθη τους και τους πόθους τους, τις ασχολίες, τις διασκεδάσεις και τους έρωτές τους; Οι απαντήσεις, σε ένα λεύκωμα φωτογραφίας με τις ιδιαίτερα τεκμηριωμένες αναγνώσεις του πλούσιου υλικού του.

Το σύγχρονο πρόσωπο των Γρεβενών διαμορφώθηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα. Είναι μία από τις πόλεις που επανασχεδιάστηκαν  από το πρώτο τεχνικό υπουργείο του ελληνικού κράτους, το υπουργείο των Συγκοινωνιών που ιδρύθηκε το 1914, στο πλαίσιο  της εκσυγχρονιστικής αύρας που ακολούθησε την ενσωμάτωση των νέων χωρών ύστερα από τους Βαλκανικούς πολέμους.

Αλλ’ η πόλη βρίσκεται στο σημείο εκείνο χιλιάδες χρόνια πριν. Θεωρούνται κοιτίδα των Δωριέων και τμήμα της Αρχαίας Μακεδονίας. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος τα αναφέρει ως Γριβάνα. Υπήρξαν βυζαντινό φυλάκιο που κατελήφθη από τους Οθωμανούς το 1385. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Άγγλου περιηγητή Λικ, η πόλη το 1805 είχε ελάχιστους κατοίκους: μια ελληνική συνοικία με είκοσι σπίτια και έναν τουρκικό μαχαλά με ογδόντα οικογένειες. Ο Φρανσουά Πουκεβίλ μιλάςει για το Γρεβενό που το προσδιορίζει ως «κεφαλοχώρι με 150 σπίτια χωρισμένα σε δύο μαχαλάδες, σκόρπιους στους όχτους ενός ξεροπόταμου». Τα χρόνια του Αλή Πασά τα Γρεβενά γίνονται εμπορικό κέντρο και στρατιωτικός σταθμός. Αλλάζουν χαρακτήρα όταν ενσωματώνονται στην Ελλάδα, όταν γίνονται τμήμα της ελληνικής επικράτειας και η εξέλιξή τους καθορίζεται από την ελληνική ιστορική εξέλιξη.

 

Οι πόλεις είναι οι άνθρωποι

Αλλά ο οικιστικός χώρος πολύ συχνά στη φωτογραφία είναι το φόντο, επειδή πάντα μπροστά, στο πρώτο πλάνο, είναι οι άνθρωποι. Και άνθρωποι, τα πρόσωπα και τα σώματα του καθενός, είναι οι ζωές τους και οι ιστορίες τους.

Κάπως έτσι, μέσω των ανθρώπων του που δεσπόζουν στα τοπία, τα φυσικά και τα οικιστικά τοπία, φωτογραφήθηκαν τα Γρεβενά από επαγγελματίες φωτογράφους. Και οι εικόνες τους είναι τα τεκμήρια που θεμελιώνουν τον τρόπο με τον οποίο η πόλη παρακολουθεί την ιστορική εξέλιξη.  Μερικές από τις εικόνες αυτές έχουν καταχωριστεί και τυπωθεί με εξαιρετική ευκρίνεια σε ένα μοναδικό coffee table, ένα φωτογραφικό  λεύκωμα με τίτλο Γρεβενά. Πόλη του μόχθου, 1904-1993. Το λεύκωμα αυτό επιχειρεί να ψηλαφήσει τη νεότερη ιστορία της πόλης μέσα από φωτογραφίες που προέρχονται κυρίως από τη συλλογή του Βαγγέλη Νικόπουλου.

Με ποιους τρόπους οι άνθρωποι των οποίων τα πεπρωμένα διασταυρώνονται, στους δρόμους των Γρεβενών σε φάση ενηλικίωσης στο τέλος του 19ου αιώνα, σε φάση ωρίμανσης κατά τον 20ό, χορδίζουν τον ρυθμό στην καθημερινότητα, πώς  ζωγράφισαν με τα θερμά και ψυχρά χρώματα των συναισθημάτων τους, ξανά και ξανά, το μεταβαλλόμενο τοπίο της πόλης,  όχι  μόνον δρόμων και πλατειών,  βενζινάδικων, κινηματογράφων, εποχουμένων και πεζοπορούντων,  αλλά  και αυτού που δεν φαίνεται.  Οι φωτογραφίες σε τέτοιου είδους λευκώματα είναι τεκμήρια μιας ζωής που αλλάζει, ενδεχομένως αδιόρατα αν μετριέται με όρους καθημερινότητας, εντυπωσιακά αν βλέπει κανείς τις αλλαγές μέσα σε διάστημα χρόνου, όπως παρατίθενται οι εικόνες με χρονική συνέχεια μεταξύ τους,

Η διαρκώς υπό μεταμόρφωση πόλη, τα Γρεβενά, επιπλέον νοηματοδοτείται μέσω της προσωπικής συνείδησης που διαμόρφωσαν οι ανάγκες των ανθρώπων της, κάποιοι από τους οποίους καταθέτουν τις προφορικές μαρτυρίες τους, σε ρόλους πρωταγωνιστών, αλλά και  βουβών προσώπων, δυναμικών ή απαθών θεατών, που  ενορχηστρώθηκαν στο ανώνυμο πλήθος των επώνυμων μελών της κοινότητας. Καθένα από αυτά τα πρόσωπα συνομιλεί με τον σύγχρονο αναγνώστη-θεατή μέσα από φωτογραφίες – από βλέμματα, χειρονομίες, στάσεις, τρόπους,  συνήθειες, πρακτικές βίου, πρακτικές επιβίωσης, κυρίως φρόνημα ανθεκτικότητας.

Το βιβλίο, επιπλέον, έχει βαθιά κοινωνική συνείδηση. Από την παράθεση των εικόνων κατανοούμε ποια πολεοδομικά σχέδια εκπονούνται, απορρίπτονται ή εφαρμόζονται εν μέρει. Ποιες οδικές αρτηρίες χαράσσονται και πώς (καθ)ορίζουν το κέντρο της πόλης.  Ποια κτίσματα και κτίρια τις πλαισιώνουν. Πώς η συγκέντρωση δραστηριοτήτων, καθώς οι δρόμοι της πόλης διανοίγονται, χαράσσονται, παραδίδονται στην κυκλοφορία των κάρων και σιγά σιγά και των πρώτων αυτοκινήτων, ανανοηματοδοτεί το χώρο. Αντίστροφα και παράλληλα, πώς οι κοινωνικές δραστηριότητες νοηματοδοτούν δρόμους, πεζοδρόμια, πλατείες, διαβάσεις, στοές και περάσματα, σε μια πόλη που μεγαλώνει.

 

Κατάθεση συγκινημένων μαρτυριών

Νομίζω, ή τελοσπάντων έχω την αυταπάτη ότι σάς έδωσα και κάποιους άλλους τρόπους να διαβάσετε και να αγαπήσετε, σωστότερα: να διαβάσετε ή να αγαπήσετε, αφού το ίδιο είναι,  το Γρεβενά. Πόλη του μόχθου, 1904-1993, ένα βιβλίο μαρτυριών. Διότι δεν πρέπει να λησμονήσω να αναφέρω ότι πρόκειται, επίσης και συγχρόνως, για  εγχειρίδιο πολιτικής ιστορίας, για σύνοψη οικονομικής ιστορίας, για σύμμεικτο τόμο πολιτισμικής ιστορίας. Πρόκειται, επίσης, για υπόδειγμα έκδοσης που υποδεικνύει πώς αξιοποιούνται επιστημονικά οι προφορικές ιστορίες, αλλά και για τοπική ιστορία, στα καλύτερά της. Ο συγγραφέας εξηγεί σχετικά:

Αυτή η φωτογραφική αποκρυστάλλωση καταφέρνει να απεικονίσει μια «άλλη Ελλάδα του μόχθου» […].  Η έρευνά μας στηρίχθηκε σε ένα μέρος από τις χιλιάδες αποθησαυρισμένες σε οικογενειακά αρχεία φωτογραφίες, οι οποίες καταφέρνουν να «διαβάσουν» τις ανοιχτές ρωγμές και τις λανθάνουσες σκιές, δίνοντας την αφορμή στον οξυδερκή αναγνώστη, που δεν περιορίζεται σε ένα απλό φυλλομέτρημα, να ανακαλύψει τις ρυτίδες του παρελθόντος αλλά και τις υποψίες του μέλλοντος. […] Μια πόλη είναι ευνόητα κάτι σημαντικά περισσότερο από την αύρα των κατοίκων της σε ενεστώτα χρόνο. Κατοικείται από μια αόρατη συλλογική συνείδηση που εμπλουτίζεται ασταμάτητα. Μια συνείδηση τα κύτταρα της οποίας φέρουν όλα τα περασμένα βιώματα, όπως τη βουή της αγοράς, την ελπίδα του ηλεκτρισμού, τον θρήνο της συμφοράς, το δάκρυ της απώλειας, τη λαχτάρα μιας καλύτερης ζωής, το ξάφνιασμα του έρωτα.

Εννοείται, για να συντονίσω τα ερευνητικά μου βίτσια με αυτά του Νικόπουλου, ότι το ανά χείρας συνεισφέρει, επίσης,  αποφασιστικά στην ιστορία της ελληνικής αυτοκίνησης και του ελληνικού μοτοσικλετισμού, σε σημείο να μας υποχρεώνει να μετατοπίσουμε το πεδίο έρευνας, που μέχρι σήμερα ήταν προκειμένου για τη Δυτική Μακεδονία επικεντρωμένο στα Σέρβια Κοζάνης, στα Γρεβενά.

Κατά τα άλλα, από τις σελίδες του λευκώματος αυτού, αναδύεται το ιστορικό πλαίσιο της πόλης. Ξεκινώντας από την ύστερη οθωμανική περίοδο εγγράφει την παρουσία των ενόπλων ομάδων την εποχή της απελευθέρωσης, την κηδεία του τριαντατετράχρονου μητροπολίτη Αιμιλιανού τον Οκτώβριο του 1911, την απελευθέρωση της πόλης στις 15 Οκτωβρίου 1912. Ενδεικτικό της δημογραφικής σύνθεσης της πόλης είναι το γεγονός ότι στους εκλογικούς καταλόγους της πόλης το 1914 αναγράφονται, σε σύνολο 653 ανδρών, 157 άνδρες με μουσουλμανικά επίθετα. Δέκα χρόνια αργότερα, στο πλαίσιο ανταλλαγής πληθυσμών που επέβαλε η Συνθήκη της Λωζάνης, οι μουσουλμανικές οικογένειες της πόλης αποχωρούν. Ιστορικά κτίσματα, όπως οι στρατώνες, τα τζαμιά, το επιβλητικό κονάκι του μπέη, το ιεροδιδασκαλείο και το νεκροταφείο, τη μορφή κάποιων από τα οποία διασώζουν οι φωτογραφίες, κατεδαφίζονται και ένα κομμάτι της οθωμανικής αρχιτεκτονικής των Γρεβενών χάνεται για πάντα.

Με την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι φωτογραφίες καταγράφουν τα γαλλικά στρατεύματα στην πόλη το Νοέμβριο του 1916. Απεικονίζεται η πλατεία Αγοράς (από το 1922 πλατεία Αιμιλιανού) ενώ οι αναπαραστάσεις αποκεφαλισμένων ληστών υπενθυμίζουν τη ληστοκρατία. Ο αστικός μετασχηματισμός της πόλης καταγράφεται με τις ομαδικές φωτογραφίσεις κατοίκων, κατά την ίδρυση το 1926 της φιλαρμονικής εταιρείας Ο Ορφεύς και το 1927 της φιλοπτώχου αδελφότητας Η Αγαθοεργία και του Φιλοπροοδευτικού Συνδέσμου Νέων Γρεβενών Πυρσός. Η ομάδα του Συνδέσμου ανέβηκε στη Β΄ εθνική κατηγορία το 1971. Οι φωτογραφίες καταγράφουν ακόμα τα εγκαίνια το 1928 του Εθνικού Οικοτροφείου Αρρένων στο πρώην τουρκικό νοσοκομείο, τη θεμελίωση το ίδιο έτος εξατάξιου δημοτικού σχολείου και γυμνασίου, τη λειτουργία στην πόλη ρουμανικού γυμνασίου.

Μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940, φωτογραφίζονται οι άντρες που κατατάχτηκαν. Φωτογραφίες δείχνουν  την είσοδο στην πόλη των δυνλαμεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ τον Μάρτιο του 1943 μετά τις νικηφόρες μάχες του Σνίχοβου και του Φαρδύκαμπου, και την επίσκεψη των ηγετών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ Μάρκου Βαφειάδη και Στέφανου Σαράφη το 1943-1944. Ακολουθεί τον Ιούλιο του 1944 η λεηλασία και η πυρπόληση της πόλης από τα γερμανικά στρατεύματα, με την καταστροφή 125 εμπορικών καταστημάτων και 350 κτισμάτων, μεταξύ των οποίων η Μητρόπολη, το Γυμνάσιο, το Οικοτροφείο, το Κρατικό Νοσοκομείο και το Δικαστικό Μέγαρο. Τον Ιούλιο του 1947 ο ελληνικός στρατός αποκρούει την επίθεση των ανταρτών για την κατάληψη της πόλης: οι φωτογραφίες φανερώνουν σωρούς πτωμάτων ανταρτών. Την ίδια εποχή καταγράφεται ο εκτοπισμός λόγω του Εμφυλίου 12.000 περίπου κατοίκων της επαρχίας από τις εστίες τους και η άφιξή τους στην πόλη. Με το πέρας του Εμφυλίου μεγάλος αριθμός από αυτούς παρέμειναν, αλλάζοντας ριζικά τις ισορροπίες του αστικού ιστούΠολιτικά πρόσωπα όπως Σοφοκλής Βενιζέλος, Ναπολέων Ζέρβας, Νικόλαος Πλαστήρας, Βασιλιάς Παύλος και Βασίλισσα Φρειδερίκη, Κωνσταντίνος Καραμανλής επισκέφτηκαν την πόλη τη μετεμφυλιακή εποχή, καθώς και ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1963.

Τη δεκαετία του 1960 η εσωτερική μετανάστευση προς τις μεγάλες πόλεις της χώρας καθώς και η μετανάστευση προς το εξωτερικό αποδυναμώνουν και πάλι πληθυσμιακά την πόλη και αλλοιώνουν τη συλλογική της συνείδηση, ενόσω η πρακτική της αντιπαροχής τραυματίζει ευδιάκριτα, κατ’ εξακολούθηση και αμετάκλητα την ιδιαίτερη τοπιογραφία της. Η συνέχεια είναι γνωστή, τα Γρεβενά ακολουθούν την πορεία των υπόλοιπων μεγάλων πόλεων της ελληνικής επαρχίας.

Το πεδίο έρευνας με το οποίο το ανά χείρας μάς φιλοδωρεί είναι ιδιαιτέρως αναπεπταμένο, αν  κιόλας συνυπολογίσουμε και την ιστορία της ελληνικής επιχειρηματικότητας ή την ιστορία της δεξίωσης των επιτευγμάτων της τεχνολογίας και του υλικού στη χώρα μας.  Αναλόγως και οι δράσεις και παρεμβάσεις που το βιβλίο αυτό μάς προτείνει. Πρόκειται  για ένα φιλέταιρο  εγχείρημα,  ένα σημαντικό κεφάλαιο σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε  «κουλτούρα της αντίστασης», ακριβώς επειδή η  «κουλτούρα της επιβίωσης» έχει επικρατήσει.

Κάθε πόλη, και τα Γρεβενά, εννοείται, έχει ιστορία, δημιουργικούς κατοίκους που πασχίζουν  γι’ αυτήν και τη νοιάζονται.  Σπαράγματα,  αποτυπώματα  ιστορικών διαδρομών, θραύσματα αστικής  και αστεακής ανάπτυξης και πηγαίου λαïκού αισθητηρίου θάλλουν παντού, και εδώ. Επιτρέψτε μου να μην μπορώ να φανταστώ την ανάπτυξη, ανάταξη, αν προτιμάτε, της χώρας, χωρίς τον εκ νέου σχεδιασμό των ιστορικών της πόλεων, και τα Γρεβενά είναι μία από αυτές.

Πρόκειται, κατά την αίσθησή μου, για ένα νέο συνεκτικό εθνικό όραμα, η αστεακή αναδιάταξη των πόλεων της χώρας, όπως και ο Νίκος Βατόπουλος, πιο αρμόδιος, έχει επισημάνει. Και με αυτή την έννοια, το λεύκωμα του Νικόπουλου, εντελές εγκώμιο του ανθρωπισμού, μας οδηγεί στο μέλλον, πιθανόν με το  πολύσημο σύνθημα «καινοτομία – αειφόρος ανάπτυξη – κινητικότητα». Με οδηγό το παρελθόν, φιλόξενο καταφύγιο, αλλά οπωσδήποτε όχι φιλόξενο κοιμητήριο.

Κατά τα λοιπά, επιτρέψτε μου  να νιώθω το βιβλίο του Νικόπουλου σαν μια αγκαλιά.  Κάθε αγκαλιά, θαρρώ, ένας μικρός θάνατος είναι, μας σμίγει, χωρίζοντάς μας, μας ενώνει, θραύοντάς μας, έτσι ώστε πάλι και ξανά να την επιθυμήσουμε, το ανά χείρας να ποθήσουμε.   Κάπως έτσι, οι λέξεις, αλλά και οι εικόνες  αίμα γίνονται που κυλά στις φλέβες της ζωής μας, ώστε με αυτές να υπογράφουμε τα πρωτόκολλα των συγκινήσεών μας. Όλοι συνένοχοι αυτού του αίματος είμαστε.

__
Ηλίας Καφάογλου
Δημοσιογράφος, επιμελητής, συγγραφέας, κριτικός. Πρόσφατα βιβλία του: Ελληνική αυτοκίνηση 1900-1940 (2013), Ελύτης εποχούμενος (2014), Πεζός. Ένας μικρός επαναστάτης (2016), Η δημοκρατία στην παραλία (2018), Η Γυφτοπούλα. Μια γυναίκα ερωτευμένη και η εποχή της (2019).

 

ΠΗΓΗ

https://booksjournal.gr/kritikes/istoria/4767-pos-na-miliseis-gia-mia-poli?fbclid=IwAR2BQbDGjn7IFXv4aYlzDC9pujFa5SZlcEq8kgOyzF-JxIIRSnvjBg5dij0

Πρόσφατες δημοσιεύσεις